Αρχική Επιχειρείν Η Ευρασιατική Οικονομική Ένωση προσελκύει ισχυρούς «παίκτες» σε Ενέργεια και Διαμετακόμιση

Η Ευρασιατική Οικονομική Ένωση προσελκύει ισχυρούς «παίκτες» σε Ενέργεια και Διαμετακόμιση

0
Ευρασιατική
Διαφήμιση

Μέσα στο συνολικότερα «ρευστό» τοπίο των παγκόσμιων αντιθέσεων, διεργασιών και ανακατατάξεων, η Ευρασία φαίνεται να εξελίσσεται στο άμεσο μέλλον σε ένα πεδίο οξυμένων ανταγωνισμών μεταξύ Ρωσίας, ΗΠΑ,  ΕΕ και Κίνας.

Τεράστια αποθέματα ενεργειακών πόρων, αλλά και κρίσιμοι εμπορικοί και γεωστρατηγικοί δρόμοι που χαρακτηρίζουν την περιοχή, ενώνοντας Δύση και Ανατολή, αποκτούν σημαντικό ρόλο στην αναμέτρηση ισχυρών επιχειρηματικών και γεωπολιτικών συμφερόντων.

Η ίδρυση της Ευρασιατικής Οικονομικής Ενωσης (European Economic Union – EEU) έδωσε ακόμα πιο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στα σχέδια αλλά και την αντιπαράθεση δυνάμεων όπως οι παραπάνω.

Μέλη της EEU είναι η Ρωσία, η Λευκορωσία, η Αρμενία, το Καζακστάν και το Κιργιστάν. Με τη δημιουργία της EEU αναδύεται μια νέα αγορά, η οποία προσελκύει το οικονομικό και πολιτικό ενδιαφέρον πολλών «παικτών».

Το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων συνολικά για την Ευρασία – με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς να το εκφράζουν εντονότερα – «αναζωπυρώνεται» για διάφορους λόγους, όπως: Η προσέγγιση με τη Ρωσία και με τι όρους θα γίνει, η πολιτική και οικονομική επιρροή στις γειτονικές με τη Ρωσία χώρες της EEU – που αγγίζουν και τα ευρωπαϊκά σύνορα – αλλά και ο ανταγωνισμός με την Κίνα.

Αλλά και ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, συμμετέχοντας στο «Ευρασιατικό Οικονομικό Φόρουμ», τον περασμένο Οκτώβρη στη Βερόνα, με τη συμμετοχή των μεγαλύτερων επιχειρηματικών ομίλων της Ρωσίας, της Ιταλίας και άλλων χωρών, επισήμανε τη σημασία των σταθερών επαφών μεταξύ της ΕΕU και της ΕΕ και «το συμφέρον της διαμόρφωσης στο μέλλον ενός κοινού οικονομικού χώρου από τον Ατλαντικό έως στον Ειρηνικό Ωκεανό».

Οι γερμανικές εταιρείες θέλουν να διεισδύσουν

«Η Ευρασιατική Οικονομική Ενωση γίνεται όλο και περισσότερο “θέμα” για τις γερμανικές εταιρείες», σημειώνει σε πρόσφατη ανάλυσή του το ινστιτούτο «Germany Trade and Invest» (GTAI), δηλαδή ο επίσημος οργανισμός εξωτερικού εμπορίου της Γερμανίας, που υποστηρίζει τις γερμανικές εταιρείες «στο δρόμο τους» στο εξωτερικό και βοηθά ξένες εταιρείες που επενδύουν στη Γερμανία. Πράγματι, σε φετινή δημοσκόπηση μεταξύ επιχειρηματιών, περισσότεροι από τους μισούς απάντησαν ότι στα άμεσα σχέδιά τους περιλαμβάνεται η ΕΕU, ενώ στην προηγούμενη αντίστοιχη έρευνα τα 3/4 των επιχειρηματιών είχαν απαντήσει αρνητικά.
Ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία, και παρά το γεγονός ότι οι εμπορικές σχέσεις με την ηγετική αγορά της Ρωσίας έχουν ψυχρανθεί από το 2014, «θα πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά αυτή η οικονομική ένωση» και επίσης «οι γερμανικές εταιρείες πρέπει να προσαρμοστούν σε ακόμα πιο σκληρό ανταγωνισμό με την Κίνα».

Η «οικονομική ολοκλήρωση» της Ρωσίας με τους γείτονές της εξελίσσεται – με αργό βηματισμό – με μοντέλο την εσωτερική αγορά της ΕΕ. «Οι γερμανικές εταιρείες θα μπορούσαν να επωφεληθούν από την ευρασιατική εγχώρια αγορά, η οποία περιλαμβάνει 180 εκατ. καταναλωτές, ενώ από το 2010 δεν υπάρχουν τελωνειακοί δασμοί μεταξύ των κρατών – μελών», λέει το GTAI. Στο μεταξύ, η EEU σχεδιάζει έως το 2025 κοινή χρηματοπιστωτική αγορά, που θα επιτρέψει την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων και θα περιλαμβάνει τράπεζες, χρηματιστήρια και ασφαλιστικές εταιρείες, αλλά και μια κοινή ενεργειακή αγορά (έως το 2025), δηλαδή κοινή αγορά φυσικού αερίου, πετρελαίου, πετρελαϊκών προϊόντων καθώς και κοινούς κανόνες στο εμπόριο ηλεκτρικής ενέργειας.

Παρότι το GTAI λέει ξεκάθαρα πως άμεσα «θετικά οικονομικά αποτελέσματα δεν θα είναι αισθητά για τις γερμανικές εταιρείες», ωστόσο θεωρεί επείγον η Γερμανία και συνολικά η ΕΕ να αρχίσουν να κοιτάνε σοβαρά προς την Ευρασιατική Οικονομική Ενωση και να συνομιλούν μαζί της.

Από Λισαβόνα μέχρι Βλαδιβοστόκ …και στο βάθος Κίνα

Το «όραμα του Βλαντιμίρ Πούτιν για μια “οικονομική περιοχή από τη Λισαβόνα μέχρι το Βλαδιβοστόκ”, όπου τα εμπορεύματα μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας», αναφέρει το GTAI, «παραμένει προς το παρόν ένα όνειρο για το μέλλον». Πολύ περισσότερο η ΕΕ – στα εξωτερικά σύνορα της οποίας τελειώνει η EEU – μένει «στην απ’ έξω», την ώρα που «μια περιοχή εμπορικών συναλλαγών με την EEU αναδύεται στα ανατολικά από την Κίνα, την Ινδία και το Ιράν στο νότο».

Η ΕΕU αναζητά νέους επιχειρηματικούς εταίρους και μέσω συμφωνιών ελεύθερων συναλλαγών με άλλες χώρες επιθυμεί να επεκτείνει την εμπορική ζώνη, συνομιλώντας με περίπου 50 χώρες για εμπορικές και άλλες οικονομικές συμφωνίες. Συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών έχει ήδη υπογραφεί με το Βιετνάμ και γίνονται διαπραγματεύσεις με άλλες έξι χώρες (Σιγκαπούρη, Αίγυπτο, Ιράν, Ινδία, Ισραήλ, Σερβία). Ανάμεσα στις χώρες που επιδιώκουν οικονομική συνεργασία είναι η Κίνα, η Συρία (μετά τον πόλεμο), το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, η Χιλή, η Νότια Κορέα, η Αίγυπτος κ.ά.

«Μία ζώνη, Ενας Δρόμος»

Το κινεζικό ενδιαφέρον εκδηλώνεται και μέσω της πρωτοβουλίας «Μία ζώνη, Ενας Δρόμος», στο πλαίσιο της οποίας σχεδιάζεται να κατασκευαστούν από κοινού διάδρομοι Ενέργειας και Μεταφορών που θα διασχίζουν την Ευρασία. Ρωσία και Κίνα ακολουθούσαν πάντα τις δικές τους πολιτικές απέναντι στα κράτη της Κεντρικής Ασίας, αλλά οι μεταξύ τους αντιθέσεις πρόσκαιρα υποχωρούν μπροστά στα οικονομικά οφέλη.

Η Ρωσία αποκτά πρόσβαση στο «πάμπλουτο» ταμείο του «Δρόμου του Μεταξιού» και «σπρώχνει» όλο και περισσότερο τους υδρογονάνθρακές της στην Απω Ανατολή (π.χ. αγωγός φυσικού αερίου «Power of Siberia», που καταλήγει στη Σαγκάη). Σε αντάλλαγμα, η Κίνα λαμβάνει – πέρα από τις πρώτες ύλες – μια αξιόπιστη διαδρομή διέλευσης για τα προϊόντα της προς τα δυτικά.

Αυτό δεν αναιρεί καθόλου τον μεταξύ τους έντονο ανταγωνισμό για κυριαρχία στην Κεντρική Ασία. Να σημειωθεί ότι η Κίνα προωθεί και διμερείς συμφωνίες με τις χώρες της Κεντρικής Ασίας στο πλαίσιο και της «Μια ζώνη, Ενας δρόμος», ανεξάρτητα δηλαδή από το πλαίσιο της EEU, εξυπηρετώντας έτσι κυρίως τα κινεζικά συμφέροντα. Εξάλλου, παρόμοια στρατηγική ακολουθεί και με το ευρωενωσιακό μπλοκ.

Ολα τα παραπάνω συνηγορούν στο ότι «για τις γερμανικές εταιρείες, ο ανταγωνισμός θα είναι σκληρότερος, ειδικά από την Κίνα», προειδοποιεί το GTAI.

Θυμίζουμε ότι ο τότε Γερμανός ΥΠΕΞ, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, μιλώντας το Φλεβάρη στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, είχε προτείνει μια εναλλακτική απάντηση στον κινεζικό «νέο δρόμο του μεταξιού»: «Μια ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την ανάπτυξη των υποδομών από την Ανατολική Ευρώπη έως την Κεντρική Ασία, καθώς και στην Αφρική, με ευρωπαϊκά χρήματα και πρότυπα»…

Η προσέγγιση της ΕΕ

Αντίστοιχες είναι οι συστάσεις προς την ΕΕ από μια σημαντική γερμανική «δεξαμενή σκέψης» που εδρεύει στις Βρυξέλλες, το Ινστιτούτο «Φρίντριχ Εμπερτ». Ωστόσο, μπαίνει και μια άλλη πλευρά: Η στενότερη οικονομική συνεργασία μεταξύ ΕΕ – EEU μπορεί να είναι μια πλατφόρμα για την υπέρβαση του σημερινού αδιεξόδου στις σχέσεις ΕΕ – Ρωσίας, αλλά και ένας τρόπος ελέγχου της κυριαρχίας της Ρωσίας στις χώρες της Κεντρικής Ασίας.

Η συνεργασία ΕΕ – ΕΕU είναι «ένας από τους λίγους διαθέσιμους και χρήσιμους δρόμους για τη βελτίωση των σχέσεων Ρωσίας και ΕΕ» και πρέπει να εξελιχθεί «παράλληλα με την πολιτική επίλυση συγκρούσεων όπως οι συμφωνίες του Μινσκ (σ.σ. για ανατολική Ουκρανία)». Αντίθετα, «αν συνεχίσουμε να αποφεύγουμε την εμπλοκή με την ΕΕU ή να την αντιμετωπίσουμε ανοιχτά, θα αποξενώσουμε τη Ρωσία και θα επιδεινώσουμε τον ανταγωνισμό στην περιοχή».

Αναφέρονται τρεις βασικοί λόγοι για τους οποίους η ΕΕ θα πρέπει να ξεκινήσει άμεσα σοβαρές επαφές την ΕΕU: Παρέχει μια ουδέτερη πλατφόρμα για προσέγγιση μεταξύ της ΕΕ και της Ρωσίας. Επιτρέπει την προσέγγιση των υπόλοιπων χωρών της Κεντρικής Ασίας με την ΕΕ. Οι χώρες της Ευρασίας θα έρθουν πιο κοντά με την ΕΕ και για την ΕΕ παρουσιάζονται μεγάλες ευκαιρίες για «μεταρρύθμιση» και «εκσυγχρονισμό» των οικονομιών τους αλλά και την αύξηση της ευρωπαϊκής πολιτικής επιρροής.

Η οικονομική συνεργασία και το εμπόριο ενισχύουν την ευημερία όλων των συμμετεχόντων και συμβάλλουν στην πρόληψη του ανταγωνισμού με τις γύρω χώρες. Η ΕΕ «θα μπορούσε να επεκτείνει την αγορά της και να διασφαλίσει την ασφάλεια του εφοδιασμού της με υδρογονάνθρακες (η Ρωσία είναι ένας από τους σημαντικότερους προμηθευτές της Ευρώπης)». Από την άλλη, η Ρωσία, «που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα ευρωπαϊκά αγαθά και την τεχνολογία, θα μπορούσε να τα εισαγάγει με χαμηλότερο κόστος, να κερδίσει τις απαραίτητες επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας της, καθώς επίσης και ασφάλεια των μεταφορών Ενέργειας στην Ευρώπη», σημειώνει το Ινστιτούτο.

Ενώ τα οικονομικά οφέλη δεν φαίνεται προς το παρόν να είναι εντυπωσιακά, ωστόσο «πολιτικά διακυβεύονται πολλά», τονίζει η μελέτη. Αυτό αφορά τον ανταγωνισμό της ΕΕ τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με τη Ρωσία. Ετσι, υπογραμμίζεται πως «αν η ΕΕ δεν θέλει να χάσει αυτήν την ευκαιρία για αποκλιμάκωση και προσέγγιση με τη Ρωσία και τις γειτονικές χώρες», «θα πρέπει να επανεξετάσει τη σκεπτικιστική στάση της» ιδιαίτερα σε μια περίοδο «απομονωτισμού των ΗΠΑ», άρνησης της «πολυμέρειας και του ελεύθερου εμπορίου».

Επίσης, μια ολιγωρία από πλευράς ΕΕ θα μπορούσε να οδηγήσει τη Ρωσία να κυριαρχήσει στην περιοχή και να διαπραγματεύεται μόνο διμερώς με την ΕΕ και όχι στο πλαίσιο της EEU, «καπελώνοντας» τα ιδιαίτερα συμφέροντα των γειτονικών χωρών, τα οποία θέλει φυσικά να αξιοποιήσει η ΕΕ.

Διαφήμιση