Αρχική Ενέργεια Το φαινόμενο “ριμπάουντ” εξαφανίζει τα οφέλη της “πράσινης” τεχνολογίας

Το φαινόμενο “ριμπάουντ” εξαφανίζει τα οφέλη της “πράσινης” τεχνολογίας

0
Διαφήμιση

Ηλεκτρικές συσκευές ενεργειακής κλάσης Α’, οικολογικοί λαμπτήρες και υβριδικά οχήματα υπόσχονται να αλλάξουν τη ζωή μας προς το καλύτερο, αφού εκτός από το περιβάλλον προστατεύουν και… το πορτοφόλι μας. Εντούτοις, η πρόοδος στον τομέα εξοικονόμησης ενέργειας ενδέχεται να μην είναι τόσο αποτελεσματική στον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής όσο υπολόγιζαν αρχικά οι επιστήμονες.

 

H απόκλιση οφείλεται κατά κύριο λόγο σε κάτι που οι οικονομολόγοι ονομάζουν “φαινόμενο ριμπάουντ”- όταν δηλαδή, τα οφέλη των “πράσινων” τεχνολογιών αντισταθμίζονται από αλλαγές στη συμπεριφορά των καταναλωτών. Στη θεωρία μοιάζει σύνθετο, αλλά στην πράξη το φαινόμενο ριμπάουντ γίνεται εύκολα αντιληπτό, αν κανείς λάβει υπ’ όψιν τους βασικούς μηχανισμούς της ελεύθερης αγοράς: Τα αποδοτικότερα προϊόντα ρίχνουν το κόστος της ενέργειας, επιτρέποντας μας να χρησιμοποιούμε περισσότερη ενέργεια, να παράγουμε αγαθά σε μεγαλύτερες ποσότητες ή να επενδύουμε πιο πολλά χρήματα σε άλλα προϊόντα και υπηρεσίες. Για παράδειγμα, έχει παρατηρηθεί ότι όσοι αντικαθιστούν τους συμβατικούς λαμπτήρες με οικονομικούς τείνουν να αφήνουν τα φώτα αναμμένα για περισσότερες ώρες την ημέρα, εφησυχασμένοι πως ο λογαριασμός της ΔΕΗ θα είναι μειωμένος. Αντίστοιχα, οι ιδιοκτήτες των υβριδικών αυτοκινήτων καταλήγουν να κάνουν μεγαλύτερες διαδρομές, απαλλαγμένοι από την ανησυχία για την υψηλή τιμή της βενζίνης.

Η ύπαρξη και οι πιθανές συνέπειες του ριμπάουντ στην οικονομία επισημάνθηκαν για πρώτη φορά το 1865 από τον William Stanley Jevons. Ο Άγγλος θεωρητικός υποστήριξε ότι η κατασκευή αποδοτικότερων τουρμπίνων ατμού, αντί να συμβάλλει στην εξοικονόμηση φυσικών πόρων, θα μετέτρεπε τον άνθρακα σε φτηνό καύσιμο και άρα ιδανικό για ακόμα περισσότερες χρήσεις από ότι στο παρελθόν. Οι προβλέψεις του δεν άργησαν να γίνουν πραγματικότητα, δεδομένου ότι οι νέες τουρμπίνες ουσιαστικά πυροδότησαν τη βιομηχανική επανάσταση. Περίπου 130 χρόνια αργότερα, ο οικονομολόγος Harry Saunders προσάρμοσε τη θεωρία του Jevons στα δεδομένα της σύγχρονης αγοράς. “Η ενεργειακή αποδοτικότητα μπορεί να αυξήσει την κατανάλωση ενέργειας με δύο τρόπους: αφ’ ενός καθιστώντας την ενέργεια φθηνότερη και αφ’ εταίρου αυξάνοντας το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται ακόμα περισσότερη ενέργεια” αναφέρει σε επιστημονικό άρθρο, που δημοσιεύτηκε το 1992.

Μέχρι στιγμής, το φαινόμενο ριμπάουντ δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς, και έτσι διαθέτουμε μόνο κατά προσέγγιση εκτιμήσεις για τις πιθανές συνέπειες του. Στον τομέα της ενέργειας, το ριμπάουντ- δηλαδή το ποσοστό της ενέργειας, που θα ήταν δυνατόν να εξοικονομηθεί, αλλά τελικά ξοδεύεται- υπολογίζεται ότι αγγίζει το 30%. Πιο συγκεκριμένα, το εκτιμώμενο ριμπάουντ στην κατανάλωση ενέργειας για τη θέρμανση χώρων, καθώς και για τις οδικές μεταφορές, κυμαίνεται από 10 ως 30%, ενώ στο χώρο του οικιακού φωτισμού αγγίζει 12%. Στην πιο πρόσφατη σχετική έρευνα, ο Terry Barker του ερευνητικού κέντρου για την Άμβλυνση της Κλιματικής Αλλαγής του Πανεπιστημίου του Cambridge, υποστηρίζει ότι αν οι συστάσεις του Διεθνή Οργανισμού Ενέργειας τεθούν σε εφαρμογή μέσα στις επόμενες δεκαετίας, το συνολικό ριμπάουντ δεν αποκλείεται να ξεπεράσει το 30% μέχρι το 2020 και το 50% μέχρι το 2030. Αυτό σημαίνει ότι σε δύο δεκαετίες θα έχουμε καταναλώσει τη διπλάσια ενέργεια, από αυτή που θα είχαμε καταναλώσει αν αξιοποιούσαμε σωστά τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις.

Συνήθως, το ριμπάουντ εμφανίζεται πιο έντονο στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου η αγορά ενέργειας είναι κάθε άλλο παρά κορεσμένη. Προκειμένου να διερευνήσουν τις προεκτάσεις του φαινομένου, μελετητές τοποθέτησαν ηλιακά φώτα σε κατοικίες ενός αγροτικού οικισμό της Ινδίας. Τελικά, το ριμπάουντ ξεπέρασε το 100%, αφού τα συμμετέχοντα νοικοκυριά εκμεταλλεύτηκαν την παροχή δωρεάν ενέργειας στο έπακρο. Αντί να αντικαταστήσουν τις συμβατικές λάμπες κηροζίνης, οι κάτοικοι απλώς τις χρησιμοποιούσαν σε συνδυασμό με τις ηλιακές, με αποτέλεσμα να έχουν τα φώτα αναμμένα κατά μέσο όρο για έξι ώρες την ημέρα- δηλαδή τέσσερις ώρες περισσότερο από ότι πριν τους δοθούν οι νέες λάμπες. Παράλληλα, ο επαρκέστερος φωτισμός τους επέτρεπε να επενδύουν περισσότερο χρόνο σε άλλες ρυπογόνες δραστηριότητες, όπως το μαγείρεμα- μάλιστα, στο ίδιο διάστημα αυξήθηκε αισθητά το εμπόριο τροφίμων με γειτονικά χωριά.

Η κυριότερη συνέπεια του φαινομένου ριμπάουντ είναι ότι δυσχεραίνει τις προσπάθειες των μελετητών να εκτιμήσουν κατά πόσο θα μειωθούν οι εκπομπές ρυπογόνων αερίων χάρη στις νέες τεχνολογίες. Επομένως, οι επιστήμονες υπογραμμίζουν ότι θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν από όσους επιχειρούν να υπολογίσουν τη συμβολή των αποδοτικών προϊόντων και υπηρεσιών στον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής. Με αυτόν τον τρόπο, οι πολίτες θα γνωρίζουν τον πραγματικό αντίκτυπο των καθημερινών τους συμπεριφορών και οι κυβερνήσεις θα μπορούν να διαμορφώνουν την περιβαλλοντική πολιτική τους βασιζόμενες σε ακριβέστερες εκτιμήσεις.

Παράλληλα, οι πιο “τολμηροί” οικονομολόγοι προτείνουν τη φορολόγηση των φθηνότερων μορφών ενέργειας, έτσι ώστε οι καταναλωτές να μην παρασύρονται σε αλόγιστες σπατάλες εξαιτίας της πτώσης των τιμών. Ωστόσο, τέτοιου είδους πολιτικές αντιτίθενται στις απόπειρες προώθησης των αποδοτικότερων προϊόντων με το επιχείρημα ότι συμφέρουν και οικονομικά. Πρωτίστως, η αναγνώριση του φαινομένου ριμπάουντ ως αναπόσπαστο κομμάτι οποιασδήποτε μεθόδου εξοικονόμησης ενέργειας επιβεβαιώνει κάτι που χρόνια τώρα υπογραμμίζουν οι περιβαλλοντικές οργανώσεις: ότι ο αγώνας για τη σωτηρία του πλανήτη δε γίνεται να στηριχθεί αποκλειστικά στις νέες τεχνολογίες. Αντίθετα, η εξασφάλιση ενός βιώσιμου κόσμου για τις επόμενες γενιές απαιτεί να στραφούμε προς έναν πιο εγκρατή και λιγότερο ενεργοβόρο τρόπο ζωής.

Χριστίνα Σανούδου

Διαφήμιση