Του Μιχάλη Κωνσταντή
Δημοσιογράφος-Ερευνητής
“Ερως δ’ ἐτίναξέ μοι φρένας
ὡς ἄνεμος κατ’ ὄρος
δρύσιν ἐμπέτων”.
Τί δεν καταλαβαίνει, αλήθεια, ένας νεοέλληνας από την ως άνω μαγευτική ποίηση της Σαπφούς; Ενδεχομένως, την λιτότητα και την συντομία, γιατί κατά τα λοιπά οι λέξεις είναι γνωστές (έρως, τινάζω, φρένες, άνεμος, όρος, δρυς, πετάω): «Ο έρωτας μου τίναξε τα μυαλά σαν αέρας στο βουνό που πετάει πάνω στις δρυς».
Δεν πλατειάζει ο αρχαίος λόγος, δεν παραγεμίζει τον στίχο με φλυαρίες.
Η Ελληνική γλώσσα, που ομιλείται και γράφεται επί 3.000 και πλέον χρόνια είναι η «μητέρα» των γλωσσών. Κι όλες οι γλώσσες με εξαίρεση την κινεζική, θεωρούνται «κρυφοελληνικές», με πλούσια δάνεια από την ελληνική, η οποία επιπροσθέτως, είναι η γλώσσα που γέννησε την ποίηση. Τη μεγάλη ποίηση. Η «σχέση» τους, μάλιστα, είναι συχνά αμφίδρομη αφού στο πέρασμα των αιώνων η ελληνική γλώσσα γεννάει συνεχώς και αδιαλείπτως Ποίηση και η Ποίηση το ανταποδίδει γενναιόδωρα, γεννώντας… ελληνική γλώσσα.
Από το προοίμιο της Οδύσσειας, το «άνδρα μοι έννεπε, Μούσα, πολύτροπον…» και το «Κέλομαί σε Γογγύλα…» της Σαπφούς, μέχρι τον «Μνησιπήμονα πόνο» του Σεφέρη, υπάρχει ένα νήμα που συνδέει εποχές επικές και ταραχώδεις. Συνδέει Τρωικούς πολέμους, χρυσούς αιώνες, μακεδονικές και βυζαντινές αυτοκρατορίες, πτώσεις και ανατάσεις. Και η κάθε εποχή, που κουβαλά ελληνική γλώσσα και ελληνική ποίηση, δίνει τα φώτα της σε έναν κόσμο που μαγεύεται και υποκλίνεται στο ανυπέρβλητο μεγαλείο τους.
Η ελληνική ποίηση, γεννημένη και μεγαλωμένη από την ελληνική γλώσσα, υπήρξε διαχρονικά η μόνη μορφή Τέχνης που ούτε μια στιγμή στην παγκόσμια ιστορία δεν έπαψε να συνομιλεί ισότιμα και τις περισσότερες φορές ηγεμονικά, με τις αντίστοιχες άλλων γλωσσών. Κι αν από τον Όμηρο ως τον Καλλίμαχο αυτό υπήρξε εύλογο, μετά τον Οράτιο, τον Βιργίλιο, τον Δάντη και τον Σαίξπηρ, δεν ήταν κάτι αυτονόητο.
Ακόμη και στα χρόνια που ο ελληνισμός δεν μπορούσε να ορισθεί ως κρατική οντότητα, η ελληνική γλώσσα που ως συνεκτικός ιστός συγκροτούσε τη συνοχή και τις μνήμες του, διαμόρφωνε μέσω της ποίησης τα περασμένα θαυμαστά μεγαλεία, έστω κι αν η Μούσα θρηνούσε, διηγώντας τα.
Οι μεγάλες στιγμές της ελληνικής ποίησης
Η πιο μεγάλη στιγμή, βέβαια, ήταν αυτή που έκανε την Ποίηση να προβάλει -ως πράξη όμοια με εκείνη που ενσαρκώθηκε στις λέξεις «γεννηθήτω φως»- για πρώτη φορά στον κόσμο. Η στιγμή αυτή ήταν ο Όμηρος, ο πατέρας όλων των ποιητών.
Η δεύτερη πολύ μεγάλη στιγμή σημειώθηκε στον E’ αιώνα, όταν -ύστερα από μια μακρά θαυμάσια προεργασία του ελληνικού ποιητικού λόγου, που είχε οδηγήσει στη διάκριση του ιαμβικού και ελεγειακού στίχου από το έπος- ολοκληρώθηκε το ευρύτατο φάσμα του ποιητικού λόγου: έπος (αυτό δεν καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα στον E’ αιώνα, αλλά τιμήθηκε από όλους, ποιητές και φιλοσόφους), λυρική ποίηση, τραγωδία και κωμωδία.
Η τρίτη μεγάλη στιγμή ήταν ο Καλλίμαχος, που αποτελεί έναν οριακό σταθμό στην ιστορία της ελληνικής ποίησης, γιατί το έργο του εκπροσωπεί τη μόνη σπουδαία προσπάθεια για την ανανέωση της ελληνικής ποιητικής παράδοσης από το τέλη της κλασσικής εποχής έως τους πρώιμους χριστιανικούς αιώνες.
Η τέταρτη μεγάλη στιγμή σημειώθηκε όταν με τον Ρωμανό τον Μελωδό η χριστιανική υμνογραφία, στην ελληνική γλώσσα, έφθασε στο ΣΤ΄ αιώνα στην κορύφωσή της.
Πέμπτη μεγάλη στιγμή μπορεί να θεωρηθεί εκείνη, που από τον ένατο ήδη αιώνα προκάλεσε, με πρώτο και σημαντικότερο το τραγούδι του «Αρμούρη», τον σχηματισμό του κύκλου των ακριτικών τραγουδιών και αργότερα την παραγωγή του έπους «Διγενής Ακρίτας», που ανάγεται στον ΙΒ΄ αιώνα και που το γνήσιο αντίγραφό του είναι το χειρόγραφο του Εσκοριάλ. (Ο μύθος του Διγενή Ακρίτα, που αναστήθηκε ποιητικά με το ρωμαλέο πνεύμα του Κωστή Παλαμά και του Άγγελου Σικελιανού, καθώς και με τους σιγανούς λυρικούς στίχους του Λάμπρου Πορφύρα, επηρέασε αποφασιστικά την ποιητική και ηθική ζωή του ελληνικού Γένους).
Η έκτη μεγάλη στιγμή του ποιητικού ελληνικού λόγου είναι ο «Ερωτόκριτος» του Βιτσέντζου Κορνάρου, έργο του ΙΖ΄ αιώνα, που στο πλήθος των δεκαπεντασύλλαβων στίχων του κορυφώνεται η ποιητική σχολή της Κρήτης. Από μια μυθιστορία της σειράς (ο Κορνάρος είχε δανεισθεί την υπόθεση του έργου του από μια ιταλική μετάφραση μιας γαλλικής μυθιστορίας), ο Έλληνας ποιητής έκανε ένα αριστούργημα.
Ως έβδομη μεγάλη στιγμή μπορεί αναντίρρητα να θεωρηθεί το δημοτικό τραγούδι της τουρκοκρατούμενης Ελλάδος. Τα δημοτικά τραγούδια ως τα μέσα και πέρα από τα μέσα του ΙΗ΄ αιώνα, αποτελούν κι αυτά μια δέσμη θαυμαστών στιγμών του ελληνικού ποιητικού λόγου, που διαμόρφωσαν κι αυτά κατά κάποιον τρόπο, μέσα από τις ποικίλες «ντοπιολαλιές», τον λαϊκό λόγο και την λαϊκή παράδοση.
(Τηρουμένων των αναλογιών ψήγματα ποιήσεως μπορεί να διακρίνει κανείς σε μεταγενέστερες δεκαετίες στο λιτό ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά κυρίως στο έντεχνο με τραγούδια που γράφτηκαν από ποιητές όπως ο Γκάτσος, ο Ελευθερίου, ο Λ. Παπαδόπουλος, η Παπαγιανοπούλου, ο Βασιλειάδης κ.ά.).
Η όγδοη πολύ μεγάλη στιγμή, ωστόσο, ήρθε με την εμφάνιση του Διονυσίου Σολωμού. Η ποίηση του Σολωμού γέννησε μια μεγάλη στιγμή στην ιστορία του ποιητικού λόγου γενικά, από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Μια στιγμή που η σημασία της δεν μπορεί να παραβληθεί με μια αντίστοιχη διαδικασία π.χ. της ρωσικής λογοτεχνίας πριν από τον Πούσκιν. Ο Σολωμός δεν έγινε μόνον ο πιο γνήσιος κληρονόμος της λαϊκής ελληνικής Μούσας αλλά έγινε και ο μέγας γενάρχης του υψηλού νεοελληνικού ποιητικού λόγου. Θα μπορούσε να αναχθεί στο ίδιο ύψος και ο σύγχρονός του Ανδρέας Κάλβος (και ο Ούγκο Φόσκολο -που, όπως ο Σολωμός και ο Κάλβος γεννήθηκαν στην Ζάκυνθο- αν δεν είχε επιλέξει την ιταλική γλώσσα για την σπουδαία ποίησή του), καθώς και η δική του φωνή έφθανε συχνά σε αξιοπρόσεκτα ύψη ποιητικού λόγου. Ο Κάλβος, όμως, ακούστηκε μόνο σε κάποιαν έρημο, που ίδιος την διάλεξε ως κατοικία του και σιώπησε πολύ νωρίς, έχοντας προλάβει να μας αφήσει τις εξαιρετικές «Ωδές» του.
Η ένατη μεγάλη στιγμή του ποιητικού ελληνικού λόγου έχει πολλά ονοματεπώνυμα. Από τον Κωστή Παλαμά και τον Κωνσταντίνο Καβάφη μέχρι τον Άγγελο Σικελιανό και τον Κώστα Καρυωτάκη.
Ιδιαίτερα ο «Αλεξανδρινός» Καβάφης είναι ο έλληνας ποιητής που έχει μεταφρασθεί σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και η ποίησή του επί έναν αιώνα ταξιδεύει την ελληνική γλώσσα στα πέρατα της οικουμένης.
Η δέκατη και «σύγχρονη» πολύ μεγάλη ποιητική στιγμή αρχίζει με τον κορυφαίο Νομπελίστα μας Γιώργο Σεφέρη και φτάνει ως τις μέρες μας. Ο ποιητής που με την «Στροφή» του (την πρώτη ποιητική συλλογή του), άλλαξε τον «ρου» της μοντέρνας ελληνικής -και εν μέρει και της παγκόσμιας ποίησης- είναι ο σύγχρονος Όμηρος του ελληνικού ποιητικού λόγου. Αγαπούσε τον Μακρυγιάννη και τον Σολωμό και η ποίησή του αλλά και ο πολυσχιδής του λόγος αποτελεί τη συνισταμένη αυτού που ορίσαμε ευθύς εξαρχής ως:
«ελληνική γλώσσα που γεννάει συνεχώς και αδιαλείπτως ποίηση και η ποίηση το ανταποδίδει γενναιόδωρα, γεννώντας ελληνική γλώσσα»
Σπουδαία σύγχρονα ποιητικά μεγέθη, τέλος, αποτελούν ο έτερος Νομπελίστας μας Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Τ.Κ. Παπατσώνης, ο Άρης Δικταίος, ο Έκτωρ Κακναβάτος, ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Νίκος Καρούζος, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Τάκης Σινόπουλος, ο Γιώργος Σαραντάρης, ο Ν.Γ. Πεντζίκης, ο Γ.Θ. Βαφόπουλος, η Ζωή Καρέλλη, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Γιάννης Ιωάννου, ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο Τίτος Πατρίκιος, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, η Κική Δημουλά, ο Γιάννης Κοντός, ο Γιάννης Βαρβέρης, ο Γιώργος Βέης, ο Μανόλης Πρατικάκης, ο Λευτέρης Πούλιος και ο Γιώργος Μαρκόπουλος, για να μείνουμε μόνον στους επιφανέστερους εκπροσώπους κάποιων προπολεμικών και κυρίως μεταπολεμικών γενεών.
Η Ποίηση σε γλώσσα ελληνική
Η Ποίηση είναι η μόνη Τέχνη που σε γλώσσα ελληνική παράγει διαρκώς στο πέρασμα των αιώνων διαμάντια απείρου κάλλους. Ούτε οι εικαστικές τέχνες, ούτε η Μουσική, το Θέατρο, ο Κινηματογράφος, ακόμη και το δίδυμο αδελφάκι της Ποιήσεως, το Μυθιστόρημα (ο πεζός λόγος ευρύτερα), έχει να επιδείξει τέτοια αντοχή και επιβολή στους αιώνες. Και είναι η μόνη Τέχνη που ακατάπαυστα τιμά και τιμάται από την ελληνική γλώσσα, κατέχοντας περίοπτη θέση στην ιστορία του παγκόσμιου πνεύματος, διαχρονικά. Η ελληνική γλώσσα, άλλωστε, είναι αδιαμφισβήτητα η παγκόσμια γλώσσα της Ποίησης, επί τρεις και πλέον χιλιετίες.