Αρχική Ειδήσεις Θέλεις δουλειά: Ψάξε στα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά

Θέλεις δουλειά: Ψάξε στα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά

0
Διαφήμιση

Μπορεί οι προοπτικές ανάπτυξης της αγοράς των αρωματικών & φαρμακευτικών φυτών, αλλά και των βιολογικών προϊόντων στην Ελλάδα να καταγράφονται τεράστιες, ωστόσο εάν δεν οργανωθούν σε ομάδες παραγωγών οι υπάρχοντες, αλλά και μελλοντικοί καλλιεργητές και εάν δεν επιτευχθεί στενότερη συνεργασία μεταξύ όλων των εμπλεκομένων φορέων, τότε το όλο εγχείρημα θα πέσει πάλι στο κενό, όπως υπογραμμίστηκε στη συνάντηση εργασίας που διοργάνωσε ο Οργανισμός Ελέγχου και Πιστοποίησης «ΔΗΩ».

Μάλιστα, για να πετύχει η ανάπτυξη της συγκεκριμένης αγοράς, με ουσιαστικά αποτελέσματα και ως προς τις εξαγωγές των παραγόμενων προϊόντων στη χώρα μας, σημαντικό είναι να υπάρξει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο στρατηγικής με ορίζοντα πενταετίας τουλάχιστον, αλλά και να καταγραφεί ο «πλούτος» που βρίσκεται ανεκμετάλλευτος, σε πολλές περιπτώσεις ακόμα, στην ελληνική γη. Μάλιστα, στη συνάντηση εργασίας τονίστηκε ιδιαίτερα από όλους τους συμμετέχοντες ότι θα πρέπει να ασκηθεί «ασφυκτική πίεση», έτσι ώστε τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά που παρουσιάζουν εμπορικό ενδιαφέρον να ενταχθούν στις εθνικές λίστες, ώστε να έχουν ταυτότητα.

Σύμφωνα με τη γενική διευθύντρια του ΔΗΩ, Χαρίκλεια Μινωτού, στη χώρα μας δρουν πάνω από 7500 παραγωγοί φυτικής και ζωικής παραγωγής, ενώ η ελληνική γη φιλοξενεί πάνω από 6000 αυτοφυή είδη, εκ των οποίων τα 600 είναι αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά και τα 200 από αυτά παρουσιάζουν εμπορικό ενδιαφέρον. Στο πλαίσιο αυτό διερωτήθηκε τι θα γινόταν εάν αξιοποιούσαμε στη χώρα μας ορθά ορισμένα από αυτά. Κάποια από αυτά είναι: η ρίγανη, ο βασιλικός, ο μάραθος, ο κρόκος, το φασκόμηλο, το θυμάρι, η λεβάντα και το χαμομήλι.

Τονίζοντας ότι τον τελευταίο ενάμιση χρόνο καταγράφεται κατακόρυφη αύξηση του ενδιαφέροντος των Ελλήνων, όλων των ηλικιών, για ενασχόλησή τους με την καλλιέργεια αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών, η ίδια υπογράμμισε ότι τώρα καταγράφονται πιο ευοίωνες από ποτέ οι συνθήκες σωστού σχεδιασμού της αγοράς, αφού λόγω και της οικονομικής κρίσης η ανάγκη για δουλειά περισσεύει, αλλά και η χώρα μας χρειάζεται «δίπλα της τα δυνατά της χαρτιά που εντοπίζονται και στον πρωτογενή τομέα».

Από την πλευρά του ο Ιταλός εκπρόσωπος της ICEA-Cosmos, Ρικάρντο Ανουσίνσκι, αναφέρθηκε στα πλεονεκτήματα της πιστοποίησης και σημείωσε μεταξύ άλλων ότι διαβεβαιώνει την ποιότητα και απαλείφει κάθε είδους ισχυρισμό για οποιοδήποτε θέμα και εάν προκύψει με το προϊόν. Μεταξύ άλλων εξέφρασε την ελπίδα να γίνει και σε ευρωπαϊκό επίπεδο αυτό που μόλις φέτος καθιερώθηκε στις ΗΠΑ, όπου είναι ίση η πιστοποίηση των καλλυντικών με αυτή των τροφίμων.

Η καθηγήτρια-Τμήματος Βιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Στυλιανή Κοκκίνη, επεσήμανε μεταξύ άλλων στην εισήγησή της ότι η Ελλάδα έχει την πλουσιότερη χλωρίδα σε όλη την ΕΕ και στο πλαίσιο αυτό εξήγησε ότι όποιος επιχειρηματίας αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών δεν κινείται με γνώμονα ότι το κάθε είδος μπορεί να προωθηθεί διαφορετικά κάθε φορά, τότε θα βρίσκει πάντα κλειστές πόρτες.

Το στέλεχος του ΔΗΩ, τμήμα πιστοποίησης φυτικής παραγωγής και καλλυντικών, Μαρία Ρίζου επεσήμανε μεταξύ άλλων στην ομιλία της ότι η βιολογική καλλιέργεια των αρωματικών φυτών (ΑΦΦ) έχει σαφή πλεονεκτήματα τόσο για τον παραγωγό/μεταποιητή, καθώς του εξασφαλίζει ένα ισχυρό εισόδημα σε περίοδο κρίσης όσο και για τον καταναλωτή, γιατί αγοράζει ένα ποιοτικό προϊόν απαλλαγμένο από χημικά και το οποίο έχει παραχθεί με φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους. Ενδεικτικά ανέφερε ότι η τιμή ενός κιλού της ξηράς δρόγης ρίγανης μπορεί να κυμανθεί από 1,7 ευρώ έως και 2,3 ευρώ η συμβατική ενώ η αντίστοιχη τιμή για την βιολογική μπορεί να φτάσει και τα 6,5 ευρώ.

Επιπλέον, σημείωσε ότι η αγορά των φυτικών και βιολογικών καλλυντικών τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα βρίσκεται σε συνεχή άνοδο καθώς παρατηρείται μια στροφή των καταναλωτών στη χρήση προϊόντων που έχουν παραχθεί με μεθόδους φιλικές προς το περιβάλλον και προάγουν την υγεία. Εκτιμάται, όπως είπε, ότι το μέγεθος της αγορά φυτικών καλλυντικών στην Ελλάδα ανέρχεται στα 60 εκατ. ευρώ περίπου, παρουσιάζοντας από έτος σε έτος ένα ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 15-20%.

Δέσποινα Καραγιαννοπούλου

Διαφήμιση