Αρχική Ειδήσεις “Πράσινα” προϊόντα και παραπληροφόρηση

“Πράσινα” προϊόντα και παραπληροφόρηση

0
Διαφήμιση

Διακηρύσσουν ότι δε βλάπτουν το περιβάλλον, συνοδεύονται από εικόνες ειδυλλιακών τοπίων και υπόσχονται να μην επιβαρύνουν την οικολογική μας συνείδηση. Ποιός, όμως, μπορεί να εγγυηθεί ότι τα “πράσινα” προϊόντα είναι στ’ αλήθεια όσο φιλικά προς το περιβάλλον ισχυρίζονται οι διαφημίσεις, που τα πρωωθούν;

 

Ο όρος “greenwashing”- σε ελεύθερη μετάφραση, “πράσινη παραπληροφόρηση”- χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Αμερικανό περιβαλλοντολόγο Jay Westerveld, για να υποδηλώσει φαινομενικά οικολογικές εταιρικές πρακτικές, οι οποίεςουσιαστικά αποσκοπούν στην αύξηση των πωλήσεων. Συχνά δε, οι “πράσινες” διαφημιστικές καμπάνιες στοιχίζουν στις εταιρίες πολύ περισσότερο χρόνο και χρήμα από ότι τα μέτρα, που υποστηρίζουν ότι λαμβάνουν για την προστασία του περιβάλλοντος.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι βιοδιασπόμενες σακούλες, τις οποίες έχουν υιοθετήσει οι μεγαλύτερες αλυσίδες σούπερμάρκετ- και στις οποίες συνήθως αναγράφεται με μεγάλα γράμματα ότι αποτελούν μία πράσινη εναλλακτική στις συμβατικές. Αυτό που ελάχιστοι από τους ανυποψίαστους καταναλωτές γνωρίζουν είναι πως ακόμα και το βιοδιασπώμενο πλαστικό απαιτεί ενέργεια για να κατασκευαστεί. Επιπλέον, οι συγκεκριμένες σακούλες διασπώνται μόνο όταν βρεθούν στις κατάλληλες συνθήκες, δηλαδή, όχι στο σκοτεινό και αναερόβιο περιβάλλον των χωματερών. Άλλωστε, ο Ευρωπαικός Σύνδεσμος Ανακύκλωσης Πλαστικού έχει προειδοποιήσει με ανακοίνωση του ότι τα βιοδιασπώμενα πλαστικά δεν αποκλείεται να βλάπτουν το περιβάλλον περισσότερο από ότι το ωφελούν, αφού οι τοξικές ουσίες που περιέχουν- όπως μόλυβδος και κοβάλτιο-δεν διαλύονται όταν βρίσκονται σε συνθήκες υγρασίας, χαμηλών θερμοκρασιών ή έλλειψης φωτός και οξυγόνου. Επιπλέον, οι βιοδασπώμενες σακούλες δημιουργούν στους καταναλωτές την εσφαλμένη εντύπωση ότι κάνουν το σωστό για το περιβάλλον, αντί να τους ενθαρρύνουν να φέρνουν τις δικές τους, υφασμάτινες και πραγματικά οικολογικές τσάντες στα καταστήματα. Σε μία συμβολική κίνηση, η εφημερίδα New York Times έπαψε να διατίθεται τυλιγμένη σε βιοδιαπώμενο σελοφάν όταν η αμερικάνικη Επιτροπή για την τήρηση της δεοντολογίας στις διαφημίσεις αποφάνθηκε πως το βιοδιασπώμενο πλαστικό δεν μπορεί να ονομάζεται οικολογικό.

Στα τέλη του 2007, η εταιρία οικολογικού μάρκετινγκ TerraChoice διεξήγαγε έρευνα και ανακάλυψε ότι 9 στα 10 από 1.018 προιόντα καθημερινής χρήσης μπορούσαν να κατηγορηθούν για πράσινη παραπληροφόρηση. Στα δείγματα greenwashing, που εντόπισε η έρευνα, συμπεριλαμβάνονται οργανικά καλλυντικά χωρίς αυθεντική πιστοποίηση, φιλικά προς το περιβάλλον εντομοκτόνα, αλλά και “100% φυσικά” προιόντα, που περιέχουν βλαβερές “φυσικές” ουσίες, όπως αρσενικό. Η TerraChoice δημοσίευσε ακόμα μία μελέτη, στην οποία τονίζεται ότι τα καλλυντικά, τα απορρυπαντικά και τα προϊόντα για παιδιά είναι οι συνηθέστεροι πρωταγωνιστές των ευφάνταστων πράσινων διαφημίσεων. Λέξεις όπως “αγνό” , “φυσικό” και “μη τοξικό” αναγράφονται συχνά στις συσκευασίες τέτοιου είδους καταναλωτικών αγαθών, παρουσιάζοντας τα ως αβλαβή ή και ωφέλιμα για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία.

Ακόμα πιο επικίνδυνες είναι οι διαφημιστικές καμπάνιες των μεγαλύτερων ρυπαντών του πλανήτη, οι οποίες σε αρκετές περιπτώσεις χρησιμοποιούνται για να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη όσων αφορά τις πραγματικές δραστηριότητες των εν λόγω βιομηχανιών. Παραδείγματος χάρη, η Lamborghini ανήγγειλε ότι θα μειώσει κατά 35% τις εκπομπές CO2 των οχημάτων της μέχρι το 2015. Εντούτοις, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Guardian, τα περισσότερα μοντέλα τις εταιρίας συγκαταλέγονται στα πλέον ρυπογόνα παγκοσμίως, ενώ μόνο το Murcielago παράγει τρεις φορές περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα από το μέσο τετράθυρο αυτοκίνητο- αφήνοντας πίσω άλλους “πρωταθλητές” εκπομπών, όπως οι Ferrari, οι Aston Martin, οι Bentley, ακόμα και τα μεγαθήρια Hummer.

Τα τελευταία χρόνια, οι πιθανές επιπτώσεις του greenwashing έχουν απασχολήσει τη δημοσιότητα στη δυτική Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και την Αυστραλία, με αποτέλεσμα να έχουν τεθεί σε εφαρμογή μέτρα για την πρόκληση και αντιμετώπιση του φαινομένου. Ήδη η Βρετανική Αρχή Διαφημιστικών Προτύπων έχει απαγορεύσει διαφήμισης τoυ Toyota Prius, σύμφωνα με την οποία το υβριδικό όχημα εκπέμπει “έναν τόνο λιγότερο CO2” από τα αντίστοιχα μοντέλα άλλων εταιριών, καθώς έκρινε ότι ο ισχυρισμός δεν μπορούσε να επιβεβαιωθεί με αριθμούς. Για τους ίδιους λόγους απαγορεύτηκε μία έντυπη διαφήμιση του υβριδικού Lexus RX 400h, η οποία υπονοούσε ότι το εν λόγω αυτοκίνητο είναι φιλικό προς το περιβάλλον, καθώς και μία της Renault, που έδειχνε πράσινα φύλλα να βγαίνουν από την εξάτμιση ενός Twingo Dynamique. Στη Νορβηγία, μία χώρα με μακρά ιστορία στο περιβαλλοντικό κίνημα, οι αυτοβιομηχανίες που πρωωθούν τα οχήματα τους ως “πράσινα”, “καθαρά” η “φιλικά προς το περιβάλλον”, ρισκάρουν την επιβολή υψηλών προστίμων.

Οι πιο φανατικοί οικολόγοι χαρακτηρίζουν greenwashing ακόμα και συλλογικά εγχειρήματα, που υποτίθεται ότι μειώνουν τις εκπομπες διοξειδίου του άνθρακα, ενώ στην πραγματικότητα η συμβολή τους στον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής είναι ελάχιστη. Για παράδειγμα, η πολυσυζητημένη Ώρα της Γης, όταν κάτοικοι εκατοντάδων πόλεων του πλανήτη καλούνται να σβήσουν φώτα και ηλεκτρικές συσκευές για μία ώρα, είναι μία συμβολική δράση, που αποκτά αξία μόνο αν σηματοδοτεί ριζικές αλλαγές στον τρόπο ζωής όσων συμμετέχουν. Παρομοίως, η εισαγωγή ενός ενιαίου συστήματος Εμπορίου Ρύπων πιθανώς θα εφησύχαζε τους καταναλωτές ότι “εξαγοράζουν” τις ποσότητες CO2 που παράγουν, αντί να τους ενθαρρύνει να περιορίσουν τις ρυπογόνες δραστηριότητες τους.

Προκειμένου να εντοπίζονται οι εταιρίες, που υποπίπτουν στο παράπτωμα της πράσινης παραπληροφόρησης, η Greenpeace έχει δημιουργήσει την ιστοσελίδα stopgreenwash.org, η οποία δέχεται “καταγγελίες” από εγγεγραμμένους χρήστες ανά τον κόσμο. Ανάμεσα στους συνήθεις υπόπτους του ιστοτόπου είναι οι κολοσσοί της αγοράς πετρελαίου, όπως η BP, η οποία μέχρι προσφάτως έκανε τα πάντα για να ενισχύσει την “οικολογική” εικόνα της, αλλά σήμερα θέτει ως πρώτη προτεραιότητα της την ασφάλεια. Στο ίδιο σκεπτικό, η Shell επένδυσε πάνω από ένα δισ. δολάρια σε εγκαταστάσεις αιολικής ενέργειας, όμως τελικά εγκατέλειψε την ενασχόληση της με τις ΑΠΕ, για να παραμείνει ενεργή μόνο στο χώρο των- αμφιλεγόμενων- βιοκαυσίμων.

Χριστίνα Σανούδου

Διαφήμιση