Αρχική Περιβάλλον Η κλιματική αλλαγή και οι ελπίδες αναστροφής

Η κλιματική αλλαγή και οι ελπίδες αναστροφής

0
Διαφήμιση

Κρίνοντας από το πόσο διάστημα μεσολάβησε προκειμένου η κλιματική αλλαγή να απασχολήσει ευρέως το κοινό και να φτάσει στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, το γεγονός ότι απασχολεί τους επιστήμονες εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα μοιάζει απίστευτο, αν όχι τρομακτικό. Έχουν περάσει πάνω από 185 χρόνια από τότε που ο Γάλλος μαθηματικός JeanBaptisteFourier υποστήριξε για πρώτη φορά ότι η θερμοκρασία της Γης μπορεί να αυξηθεί εξαιτίας ορισμένων αερίων της ατμόσφαιρας, η αναλογία του θερμοκηπίου είναι πιο επίκαιρη από ποτέ.

Τα οκτώ θερμότερα χρόνια από όταν ξεκίνησαν οι μετρήσεις- γύρω στο 1850- καταγράφηκαν μετά το 1998, ενώ οι αναφορές της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή ((IPCC) επισημαίνουν ότι ο πλανήτης εξακολουθεί να ζεσταίνεται, σχεδόν σίγουρα ως συνέπεια των ανθρώπινων δραστηριοτήτων.

Ο συνολικός όγκος του πάγου στην Αρκτική έφτασε στα κατώτατα επίπεδα τουλάχιστον των τελευταίων 70 χρόνων και πιθανώς των τελευταίων οκτώ χιλιετιών. Η NASA και το Εθνικό Κέντρο Δεδομένων Πάγου της Αμερικής έχουν σημάνει συναγερμό, αφού οι τελευταίες μετρήσεις δείχνουν ότι τμήματα των λιωμένων πάγων δεν αποκαθίστανται κατά τους χειμερινούς μήνες. Παράλληλα, η συγκέντρωση παλαιών στρωμάτων πάγου έχει ελαττωθεί σημαντικά, ενώ μόνο το καλοκαίρι του 2007 «χάθηκε» μία παγωμένη έκταση στο μέγεθος της Αλάσκα. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη ερευνητών του Πανεπιστημίου του Κολοράντο, από το 2037 οι πάγοι της Αρκτικής θα λιώνουν εντελώς κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.

Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι επιστήμονες είχαν αρχίσει να υποψιάζονται ότι η καύση άνθρακα ίσως συνέβαλλε στην αύξηση της ατμοσφαιρικής θερμοκρασίας, έπρεπε όμως να περάσουν αρκετές δεκαετίες μέχρι να αντιληφθούν ότι η διαδικασία είχε ήδη ξεκινήσει. Η συστηματική μέτρηση των ατμοσφαιρικών επιπέδων CO2 ξεκίνησε το 1957 από τον ωκεανογράφο DavidKeeling, ο οποίος σύντομα παρατήρησε μία αυξητική τάση. Το μέλλον της ανθρωπότητας και ολόκληρου του πλανήτη θα μπορούσε να είναι πολύ διαφορετικό, αν οι αντιδράσεις σε αυτήν την παρατήρηση δεν έφταναν με 22 χρόνια καθυστέρηση: Το πρώτο Παγκόσμιο Συνέδριο για το κλίμα, κατά τη διάρκεια του οποίου οι κυβερνήσεις όλου του κόσμου ενθαρρύνθηκαν να λάβουν προληπτικά μέτρα ενάντια στην ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή, διοργανώθηκε το 1979. Η επικρατούσα νοοτροπία είχε αλλάξει ελάχιστα το 1985, όταν το διεθνές συνέδριο για το φαινόμενο του θερμοκηπίου έληξε με το συμπέρασμα πως “στο πρώτο μισό του 21ου αιώνα, τα αέρια του θερμοκηπίου θα προκαλέσουν τη μεγαλύτερη θερμοκρασιακή αύξηση στα χρονικά της ανθρωπότητας.”

Αυτό που, εν τέλει, ώθησε τα Ηνωμένα Έθνη να ιδρύσουν το IPCC ήταν η πρωτοφανής ξηρασία, που τρομοκράτησε τις ΗΠΑ το 1989. Η παρθενική αναφορά της Επιτροπής αποκάλυψε ότι ο πλανήτης είχε θερμανθεί κατά πέντε βαθμούς τον τελευταίο αιώνα. Το 1992 στη Βραζιλία, οι κυβερνήσεις 154 κρατών συμφώνησαν- ανεπίσημα- ότι μέχρι το 2000 οι αναπτυγμένες χώρες θα μείωναν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στα επίπεδα του 1990. Ωστόσο, ο μεγαλύτερος παραγωγός CO2 παγκοσμίως- οι ΗΠΑ- έδωσε τη συγκατάθεση του τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν πλέον ήταν προφανές ότι οι περισσότερες χώρες δεν θα επιτύγχαναν τους στόχους της Συνθήκης. Διαπραγματεύσεις οδήγησαν στο Πρωτόκολλο του Κιότο, το 1997, και στη δέσμευση ότι μέχρι το 2012 οι εκπομπές των ανεπτυγμένων χωρών θα είναι κατά 5% χαμηλότερες από αυτές του 1990. Για άλλη μία φορά, η κυβέρνηση των ΗΠΑ αρνήθηκε να υπογράψει. Παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις των επιστημόνων, το Πρωτόκολλο τέθηκε σε εφαρμογή μόλις το 2005. Στο μεταξύ, διάφορες περιοχές του πλανήτη είχαν πληγεί από σοβαρές πλημμύρες και η Ευρώπη είχε βιώσει το θερμότερο καλοκαίρι τουλάχιστον των τελευταίων 500 χρόνων.

Τον Οκτώβριο του 2006, η μελέτη του οικονομολόγου σερ NicholasStern προσέλκυσε τα φώτα της δημοσιότητας, αριθμώντας τις πιθανές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στην παγκόσμια οικονομία. Ακολούθησαν αρκετές προσπάθειες διαπραγματεύσεων με τη συμμετοχή επιστημόνων, πολιτικών ηγετών και στελεχών πολυεθνικών εταιριών, χωρίς όμως να ληφθεί κάποια καθοριστική απόφαση για το μέλλον του πλανήτη. Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα εξακολουθούν να αυξάνονται ταχύτατα, ενώ η συγκέντρωση CO2 στην ατμόσφαιρα είναι η υψηλότερη τουλάχιστον των τελευταίων 420 χιλιετιών. Επιπλέον, το WWF εκτιμά ότι αν οι ανάγκες τις ανθρωπότητας συνεχίσουν να αυξάνονται με αυτούς τους ρυθμούς, μέχρι το 2050 θα χρειαζόμαστε τους φυσικούς πόρους όχι ενός αλλά δύο πλανητών σαν τη Γη.

Οι ανεπάρκειες των μεγαλεπήβολων σχεδίων, που έχουν εκπονήσει κυβερνήσεις του κόσμου κατά της κλιματικής αλλαγής, συχνά συγκαλύπτονται ακόμα και από τους ίδιους τους επιστήμονες, οι οποίοι φοβούνται ότι οι απαισιόδοξες προβλέψεις θα αποθαρρύνουν οριστικά όσους έχουν τη βούληση να υιοθετήσουν φιλικές προς το περιβάλλον συμπεριφορές. Η συντριπτική πλειοψηφία των ειδικών δεν πιστεύει ότι η ανθρωπότητα θα καταφέρει να περιορίσει τη θερμοκρασιακή αύξηση στους δύο βαθμούς Κελσίου από τα επίπεδα της Βιομηχανικής Επανάστασης.

Σε παλαιότερη έρευνα στο πλαίσιο συνεδρίου στην Κοπεγχάγη με θέμα την κλιματική αλλαγή, αν και περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες απάντησαν ότι η στόχευση των δύο βαθμών μπορεί ακόμα να επιτευχθεί, μόλις το 14% κρίνουν ότι κάτι τέτοιο είναι πιθανό στην πράξη. Μάλιστα, αρκετοί από τους επιστήμονες, οι οποίοι αποτελούν την παγκόσμια «αφρόκρεμα» των ειδικών στο θέμα της κλιματικής αλλαγής, δήλωσαν ότι μόνο μία σειρά ακραίων καιρικών φαινομένων θα ανάγκαζε τους πολιτικούς να αναλάβουν δράση. Ο πλανήτης είναι ήδη περίπου 0,8 βαθμούς θερμότερος από ότι το 19ο αιώνα, και η περεταίρω αύξηση θεωρείται αναπόφευκτη εξαιτίας των τεραστίων ποσοτήτων CO2, που έχουν εκλυθεί στην ατμόσφαιρα τις τελευταίες δεκαετίες. Η αύξηση των τεσσάρων βαθμών, που προβλέπεται σύμφωνα με το επικρατέστερο σενάριο, θα είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο της στάθμη της θάλασσας, την ερημοποίηση μεγάλων εκτάσεων και τον αφανισμό χιλιάδων ειδών ζωής.

Χριστίνα Σανούδου

Διαφήμιση