Αρχική Ειδήσεις Διεθνής στρατηγική για την ενέργεια

Διεθνής στρατηγική για την ενέργεια

0
Διαφήμιση

Πριν από περίπου 150 χρόνια, το πετρέλαιο μπήκε δυναμικά στη ζωή μας και, διευρύνοντας συνεχώς το μερίδιό του στην παραγωγή ενέργειας, τροφοδότησε την εντυπωσιακή ανάπτυξη κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. Χάρη στον «μαύρο χρυσό», η βιομηχανία άνθισε, οι μεταφορές και το εμπόριο αναπτύχθηκαν πέρα από κάθε πρόβλεψη χάρη στα αυτοκίνητα και τα αεροπλάνα, ο ηλεκτρισμός έφτασε ακόμη και στο πιο μικρό χωριό του Πλανήτη, ενώ ο πληθυσμός της Γης εξαπλασιάστηκε χάρη σ τις καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.

Σήμερα, με ορατή πλέον την εξάντληση των αποθεμάτων αλλά και την αυξανόμενη αγωνία για το «φαινόμενο του θερμοκηπίου», η Εποχή του Πετρελαίου φαίνεται ότι μπαίνει στο δεύτερο και τελευταίο μέρος της. Η τράπουλα ξαναμοιράζεται και μέσα από τους κλυδωνισμούς και τις ανακατατάξεις ξεπροβάλλουν οι νέοι πρωταγωνιστές που θα διεκδικήσουν κυρίαρχη θέση στη διεθνή ενεργειακή σκηνή.

Αν ο άνθρακας ήταν το καύσιμο που τροφοδότησε τη βιομηχανική επανάσταση τον 18ο και 19ο αιώνα, ο αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος στο χώρο της ενέργειας τον περασμένο αιώνα ήταν το πετρέλαιο. Ωστόσο, οι ανησυχίες για τις επιπτώσεις από τη χρήση του μαύρου χρυσού στο περιβάλλον και ιδιαίτερα στην υπερθέρμανση του Πλανήτη και τη βιωσιμότητα ωθούν ολοένα και περισσότερο στην απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα που το 2005 αντιπροσώπευαν το 85% της παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας. Εξάλλου, από τις αρχές του νέου αιώνα πληθαίνουν συνεχώς οι φωνές των ερευνητών που υποστηρίζουν ότι περάσαμε ήδη το Peak Oil, δηλαδή έχουμε καταναλώσει πάνω από τα μισά εκμεταλλεύσιμα αποθέματα που υπάρχουν στον πλανήτη, προειδοποιώντας ότι τα επόμενα χρόνια η παραγωγή θα συρρικνώνεται συνεχώς και οι τιμές θα ακολουθούν ανοδική πορεία.

Το χρονικό περιθώριο για την εξάντληση των αποθεμάτων μπορεί να μην απέχει πολύ από τα 40 χρόνια για το πετρέλαιο και τα 60 για το φυσικό αέριο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ίδιων των εταιριών πετρελαιοειδών, εφόσον η ζήτηση παραμείνει στα σημερινά επίπεδα. Πολλοί αναλυτές, πάντως, θεωρούν το χρονοδιάγραμμα πολύ αισιόδοξο, υποστηρίζοντας πως τα περισσότερα κοιτάσματα είχαν ήδη ανακαλυφθεί μέχρι τη δεκαετία του ’70, ενώ υπενθυμίζουν πως η ισχυρή πίεση από τις αναπτυσσόμενες οικονομίες μπορεί να αυξήσει τη ζήτηση έως και κατά 47% μέχρι το 2030. Tο βέβαιο είναι ότι η ανοδική πορεία των τιμών όσο μειώνονται τα αποθέματα θα έχει επιπτώσεις που θα χτυπήσουν εντονότερα τους πιο ενεργοβόρους τομείς δραστηριότητας, όπως οι μεταποίηση, γεωργία, κατασκευές και ορυχεία (37%), μεταφορές (20%) και οικιακή κατανάλωση (11%). Η ανάγκη για μια οργάνωση της ενεργειακής αγοράς που θα είναι περισσότερο προσανατολισμένη στη βιωσιμότητα γίνεται φανερή αν αναλογιστεί κανείς ότι σήμερα πάνω από το 27% της ενέργειας που παράγεται σε ολόκληρο τον κόσμο χάνεται για την παραγωγή και μεταφορά της ενέργειας. Η απόδοση ενός μέσου εργοστάσιου ηλεκτροπαραγωγής δεν ξεπερνά το 38%, ποσοστό που ανεβαίνει στο 55% για τα εργοστάσια που χρησιμοποιούν φυσικό αέριο, ενώ το πλέον διαδεδομένο καύσιμο είναι ο άνθρακας.

Μεγάλο «ατού» του πετρελαίου που το βοήθησε στις αρχές του προηγούμενου ειώνα να κατακτήσει τη δεσπόζουσα θέση του ήταν η τιμή που από το 1920 γινόταν ολοένα και περισσότερο ανταγωνιστική μέχρι την πρώτη πετρελαϊκή κρίση το 1973, ενώ το 1979 μια δεύτερη πετρελαϊκή κρίση έφερε τις τιμές από τα 5 δολάρια στα 45 δολάρια μέσα λιγότερο από μία δεκαετία. Μετά τον Πόλεμο του Κόλπου, την ανάγκη για μια νέα ενεργειακή στρατηγική επανέφεραν δυναμικά στο προσκήνιο όχι μόνον το σοκ από την εκτίναξη των τιμών σε επίπεδα ρεκόρ και η δυναμική διεκδίκηση μεριδίου στην πίττα των ενεργειακών πόρων από νέες, εύρωστες οικονομικές δυνάμεις όπως η Κίνα και η Ινδία, αλλά και η παγκόσμια ανησυχία για την κλιματική αλλαγή.

Το Πρωτόκολλο του Κιότο άνοιξε το δρόμο σε όσα κράτη δεσμεύτηκαν για το περιβάλλον να λάβουν μέτρα όπως την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπών αερίων και την πράσινη φορολογία, ενώ κάποιες χώρες αποφάσισαν να υποστηρίξουν περισσότερο ή λιγότερο ενεργά «καθαρά» καύσιμα, όπως συμβαίνει με τα βιοκαύσιμα στις χώρες της Βόρειας και Νότιας Αμερικής και τις Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Προχωρώντας παραπέρα, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει βάλει στόχο τη αύξηση της χρήσης των ΑΠΕ στο 20% μέχρι το έτος 2020 και τη μείωση της ενεργειακής σπατάλης κατά το ίδιο ποσοστό.

Σε αναζήτηση νέων ισορροπιών

Μέσα στα επόμενα χρόνια, το πετρέλαιο θα συνεχίσει να αποτελεί το βασικό καύσιμο για τις εθνικές οικονομίες, ενώ και το φυσικό αέριο θα εξακολουθεί να αυξάνει το μερίδιό του στην. Το φυσικό αέριο ήδη έχει σημαντικά ποσοστά διείσδυσης στις σχετικά πιο ώριμες αγορές της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης, όπου, όμως, επεκτείνεται η χρήση του πλέον και στην ηλεκτροπαραγωγή, ενώ ανοίγει και ο δρόμος για την εισαγωγή και στις αναπτυσσόμενες χώρες που στηρίζονται σήμερα περισσότερο στα στερεά καύσιμα.

Με βάση τα παραπάνω, το επίκεντρο του ενεργειακού ενδιαφέροντος θα εξακολουθήσει εστιάζεται στην περιοχή της Μέση Ανατολή και του Περσικού Κόλπου, ενώ ενισχύεται συνεχώς ένα δεύτερο κέντρο στην Κεντρική Ασία που περιλαμβάνει τη Ρωσία και άλλες χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης στην περιοχή της Κασπίας. Στις δύο αυτές περιοχές συγκεντρώνεται το 40,4% και το 32%, αντίστοιχα, των παγκόσμιων αποθεμάτων φυσικού αερίου, καθώς και μεγάλο μέρος των πετρελαϊκών αποθεμάτων του πλανήτη.

Το παιχνίδι του ανταγωνισμού και του ελέγχου των πηγών ενέργειας στη διεθνή σκακιέρα εκφράζεται και με την ανάπτυξη υπερεθνικών δικτύων αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου που συνδέουν την περιοχή της Κεντρικής Ασίας δυτικά με τη Μεσόγειο και ανατολικά με την Κίνα, σε ένα παιχνίδι με σοβαρές πολιτικές διαστάσεις. Ο αγωγός πετρελαίου Μπακού-Τσειχάν και ο αγωγός Φ/Α Μπακού-Ερζερούμ σχεδιάστηκαν ώστε να μεταφέρουν τα πολύτιμα καύσιμα από το Αϊζερμπαϊζάν στη Μεσόγειο Θάλασσα, παρακάμπτοντας τους ρωσικούς αγωγούς. Ωστόσο, η Ρωσία κατόρθωσε να ακυρώσει τα σχέδια για την επέκταση του δικτύου μέχρι το Καζακστάν και το Τουρκμενιστάν μέσω υποθαλάσσιων αγωγών, πετρελαίου και Φ/Α που θα διερχόταν κάτω από την Κασπία, υπογράφοντας με τις δύο χώρες συμφωνία για τη μεταφορά των προϊόντων τους μέσω του ρωσικού συστήματος αγωγών.

Σημαντικός παράγοντας στις ενεργειακές εξελίξεις στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας αποτελεί η ενεργειακή επάρκεια της Ευρώπης. Η ΕΕ καλύπτει πάνω από το 50% των ενεργειακών αναγκών της με εισαγωγές ενέργειας και, εκτός από τους σημερινούς μεγάλους προμηθευτές της, τη Ρωσία, τη Νορβηγία και τη Βόρειο Αφρική, προγραμματίζει να συμπληρώσει τις μελλοντικές, αυξανόμενες ανάγκες της και με εισαγωγές από την Κασπία, τη Μ. Ανατολή και την περιοχή του Περσικού Κόλπου. Στη βάση αυτού του σχεδιασμού για τα Διευρωπαϊκά Δίκτυα Ενέργειας (ΤΕΝ), ενισχύεται το μεγάλο πανευρωπαϊκό δίκτυο φυσικού αερίου που ενώνει την Βρετανία με τη Ρωσία και διέρχεται από τις περισσότερες χώρες μέλη, ενώ προωθούνται και νέα δίκτυα αγωγών Φ/Α, όπως οι αγωγοί αερίου Τουρκίας-Ελλάδας-Ιταλίας και Τουρκίας-Αυστρίας, αλλά και ο Δακτύλιος Αερίου Ανατολικής Μεσογείου. Ανάλογα σχέδια υπάρχουν στο κομμάτι της μεταφοράς πετρελαίου, ανάμεσα στα οποία οι αγωγοί που συνδέουν τη Β.Ευρώπη και την Κεντρική Ευρώπη με τη Ρωσία, ο υποθαλάσσιος αγωγός της Β.Θάλασσας, οι αγωγοί από Μ.Ανατολή, Κασπία και Περιοχή Κόλπου που θα διέρχονται από Τουρκία και Αίγυπτο καθώς και ο αγωγός Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη που σε συνδυασμό και με τον προγραμματισμό για το Φ/Α φέρνει την Ελλάδα σε κεντρική θέση του κοινοτικού ενεργειακού σχεδιασμού. 

Χρυσάνθη Φρατζεσκάκη

Διαφήμιση