Τόσο το λεοντόψαρο όσο και ο λαγοκέφαλος αποτελούν μία τέτοια περίπτωση, καθώς πρόκειται για δύο επικίνδυνα για τον άνθρωπο ψάρια που έχουν “αριβάρει” στις ελληνικές θάλασσες.
Το λεοντόψαρο και ο λαγοκέφαλος, είναι ισχυροί θηρευτές που απειλούν το θαλάσσιο οικοσύστηµα, ενώ είναι επικίνδυνα και για τον άνθρωπο · Το “ταξίδι” τους ξεκίνησε από τον Ινδικό Ωκεανό, πέρασαν από τη Διώρυγα του Σουέζ για να καταλήξουν στη λεκάνη της Μεσογείου.
Το λεοντόψαρο, το εντυπωσιακό με εξωτικά χαρακτηριστικά ψάρι, το οποίο είναι οπλισµένο µε µακριά και μυτερά αγκάθια, παρότι είναι βρώσιµο απελευθερώνει δηλητήριο µε το τσίµπηµά του, που μπορεί να προκαλέσει αλλεργικό σοκ στον άνθρωπο, ενώ ο λαγοκέφαλος είναι τοξικός και η κατανάλωσή του μπορεί να επιφέρει ακόμη και τον θάνατο.
Το λεοντόψαρο (επιστηµονική ονοµασία Pterois miles), το οποίο ενδηµεί στον Ινδικό Ωκεανό, είναι δηµοφιλές έκθεµα τροπικών ενυδρείων, καθώς εντυπωσιάζει µε τους έντονους κόκκινους, κίτρινους και µαύρους χρωµατισµούς, αλλά και την «πανοπλία» του από µυτερά αγκάθια που εκλύουν δηλητήριο.
Αυτά αποτελούν τόσο αµυντικό όσο και επιθετικό µηχανισµό, καθώς από τη µία αποτρέπουν δυνητικούς θηρευτές και από την άλλη αιχµαλωτίζουν τα θηράµατα. Η επαφή του ανθρώπου µε τα αγκάθια µπορεί να αποβεί από επώδυνη έως και θανατηφόρα, καθώς υπάρχει κίνδυνος να προκληθεί αλλεργικό σοκ.
Το λεοντόψαρο ζει σε θερµά νερά και τα τελευταία χρόνια έχει εισβάλει στη Μεσόγειο. Το γεγονός επιβεβαιώθηκε αρχικά στο Ισραήλ και στη συνέχεια στην Κύπρο, όπου πλέον η παρουσία του θεωρείται µόνιµη, ενώ λεοντόψαρα έχουν αλιευθεί στα νότια παράλια της Τουρκίας και σε ελληνικά νερά, στο Καστελόριζο, στη Ρόδο και αλλού, µε όλο και βορειότερη διείσδυση. Το Καρλόβασι της Σάµου είναι µία από τις βορειότερες περιοχές όπου έχει εντοπιστεί.
O λαγοκέφαλος
Έχει προκαλέσει μεγάλο προβληματισμό στην επιστημονική κοινότητα από το 2003, που εντοπίστηκε για πρώτη φορά στα νερά της Ανατολικής Μεσογείου.
«Λεσσεψιανό» ψάρι και αυτό, θεωρείται ως το δεύτερο πιο τοξικό ζώο του πλανήτη λόγω της τετροδοτοξίνης που φέρει.
Είναι μια τοξίνη που συγκεντρώνεται κυρίως στο ήπαρ, στα γεννητικά όργανα του λαγοκέφαλου αλλά και στον μυϊκό ιστό του ψαριού και προσβάλλει τον άνθρωπο μόνο όταν το τρώει και όχι αν ο λαγοκέφαλος τον τραυματίσει με τα δόντια του.
Η τετροδοτοξίνη προκαλεί μυϊκή παράλυση, μπλοκάρει το νευρικό σύστημα και μπορεί να επιφέρει το θάνατο. Θεωρείται 1250 φορές πιο ισχυρή από το κυάνιο και για την ώρα δεν υπάρχει αντίδοτο.
Θανατηφόρα κρούσματα έχουν καταγραφεί στο Λίβανο και το Ισραήλ, ενώ τον Απρίλιο του 2016 μια 65χρονη Κύπρια και ο γιος της έφαγαν το κρέας του και βρέθηκαν να παλεύουν για τη ζωή τους στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Νοσοκομείου της Λευκωσίας. Δηλητηριάσεις σε άλλα σημεία της Μεσογείου, μεταξύ των οποίων και η Κρήτη, αποδίδονται στην κατανάλωση αυτού του ψαριού χωρίς να έχουν επιβεβαιωθεί επίσημα.
Τα τελευταία χρόνια η εξάπλωση του λαγοκέφαλου στη Μεσόγειο είναι ραγδαία και η επιστημονική κοινότητα αναζητά τον τρόπο για να περιορίσει δραματικά τον πληθυσμό του.
Εσχάτως η ενημέρωση από τους αρμόδιους φορείς έχει αποδώσει καρπούς και οι επαγγελματίες αλιείς γνωρίζουν καλά το ψάρι και το πόσο επικίνδυνο είναι, δεν ισχύει όμως το ίδιο για τους ερασιτέχνες ψαράδες.
Στην πραγματικότητα είναι εύκολο να αναγνωριστεί, αφού το χρώμα της ράχης του είναι μπλε ασημί και έχει πολλές μαύρες βούλες, ενώ το κεφάλι του μοιάζει με του λαγού, απ’ όπου και πήρε το όνομα του.
Ο λαγοκέφαλος τείνει να εξελιχθεί σε κυρίαρχο είδος της περιοχής των Δωδεκανήσων, αλλά και του ανατολικού κρητικού πελάγους. Πρόκειται για μια εξέλιξη ιδιαίτερα δυσάρεστη για τους επαγγελματίες αλιείς της περιοχής.
Πέραν του ότι, ο λαγοκέφαλος αποτελεί, ως εξαιρετικός θηρευτής, μία σοβαρή απειλή για το οικοσύστημα, προκαλεί τεράστιες καταστροφές στα δίχτυα και στον υπόλοιπο εξοπλισμό των ψαράδων. Στον κόλπο του Μεραμπέλλου, στο νομό Λασιθίου, είναι ήδη ευδιάκριτα τα σημάδια οικολογικής καταστροφής.