Η σημερινή ημέρα είναι ημέρα ντροπής, όπως ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Ρίσι Σούνακ για τη Βρετανία, ο οποίος ζήτησε συγνώμη για τις χιλιάδες ζωές που χάθηκαν και δεκάδες χιλιάδες άλλες που καταστράφηκαν από το μολυσμένο αίμα που χορηγούσε το εθνικό σύστημα υγείας (NHS).

(Carl Court/Pool via AP)
Η έκθεση της έρευνας για το μολυσμένο αίμα αποκαλύπτει μια “δεκαετή ηθική αποτυχία” από το NHS μέχρι τη δημόσια διοίκηση, και έως σε υπουργούς σε διαδοχικές κυβερνήσεις. Ο Σούνακ υποσχέθηκε ότι θα αποζημιωθούν όλοι εκείνοι που η ζωή τους επηρεάστηκε από το «σκάνδαλο του μολυσμένου αίματος» όπως αποκαλείται.
«Εκατοντάδες χιλιάδες ζωές γκρεμίστηκαν» είπε ο βρετανός πρωθυπουργός, αλλά ήρθε η ώρα να «επανορθώσουμε για τα λάθη που έγιναν».
Λεπτομέρειες για το πρόγραμμα αποζημίωσης θα δοθούν αύριο Τρίτη (21/5).
Στην ίδια γραμμή και ο Σερ Κιρ Στάρμερ χαιρέτησε την επιβεβαίωση του πρωθυπουργού ότι θα καταβληθεί αποζημίωση, υπογραμμίζοντας ότι η έκθεση της έρευνας καθιστά σαφές ότι οποιαδήποτε συγγνώμη πρέπει να συνοδεύεται από δράση.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης πρόσθεσε ότι το Εργατικό Κόμμα “θα συνεργαστεί μαζί του” για να γίνει αυτό γρήγορα.
Περισσότεροι από 30.000 άνθρωποι μολύνθηκαν με HIV και ηπατίτιδα C από το 1970 έως το 1991 από μολυσμένα προϊόντα με περίπου 3.000 να έχουν πεθάνει έκτοτε.
Το ιστορικό του σκανδάλου με το μολυσμένο αίμα στη Βρετανία
Μια αλήθεια που συγκαλύφθηκε: η έρευνα για το τεράστιο σκάνδαλο του μολυσμένου αίματος που χορηγήθηκε σε ασθενείς και στοίχισε τη ζωή σε σχεδόν 3.000 ανθρώπους στη Βρετανία, από τη δεκαετία του ’70 μέχρι και εκείνη του ’90, επιρρίπτει ευθύνες στις αρχές για τη διαχείριση της υπόθεσης.
Επί είκοσι χρόνια, χιλιάδες άνθρωποι που έπασχαν από αιμορροφιλία ή υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση, μολύνθηκαν από τους ιούς της ηπατίτιδας C και του HIV, από το αίμα που τους μεταγγίστηκε. «Το εύρος αυτού που συνέβη είναι τρομακτικό», σχολίασε στην έκθεση των 2.500 σελίδων ο πρώην δικαστής Μπράιαν Λάνγκσταφ, στον οποίο ανατέθηκε το 2018 η διεξαγωγή αυτής της τεράστιας δημόσιας έρευνας.
«Αυτή η καταστροφή δεν ήταν τυχαία. Οι μολύνσεις συνέβησαν επειδή οι αρμόδιοι –οι γιατροί, οι υπηρεσίες διαχείρισης του αίματος και οι διαδοχικές κυβερνήσεις– δεν έδωσαν προτεραιότητα στην ασφάλεια των ασθενών», τόνισε ο Μπράιαν Λάνγκσταφ στην ανακοίνωσή του.
Λόγω έλλειψης αίματος, το δημόσιο σύστημα υγείας της Βρετανίας, το NHS, στράφηκε σε Αμερικανούς προμηθευτές οι οποίοι πλήρωναν τους αιμοδότες – μεταξύ αυτών ήταν κρατούμενοι σε φυλακές και μέλη άλλων ομάδων υψηλού κινδύνου. «Η αντίδραση των αρχών απλώς επιδείνωσε την οδύνη των θυμάτων», πρόσθεσε ο δικαστής.