Αρχική Special Topics Γιορτή της Μητέρας: Χρόνια πολλά μαμά-10 ποιήματα Ελλήνων

Γιορτή της Μητέρας: Χρόνια πολλά μαμά-10 ποιήματα Ελλήνων

0
picaso jpg
Pablo Picasso: Μητέρα και Παιδί (1901) Ελαιογραφία σε καμβά, Fogg Museum, Harvard Art Museums, Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη
Διαφήμιση

Η Γιορτή της Μητέρας που τιμάται κάθε χρόνο τη 2η Κυριακή του Μαίου, μόνο συνηθισμένη δεν είναι αφού η μαμά για τον κάθε άνθρωπο αποτελεί ένα σύμβολο ξεχωριστό! Η Γιορτή της Μητέρας για το 2024 σημαδεύεται από μητέρες – ηρωίδες που έγιναν σύμβολα όχι μόνο για τον κάθε άνθρωπο, αλλά και για τις χώρες απ΄ όπου προέρχονται.

Σύνταξη: ecozen.gr

Στη Γιορτή της Μητέρας 2024 ξεχωρίζουν η δύναμη ψυχής  που είχε η Cat Janice, η νεαρή καρκινοπαθής Αμερικανίδα μητέρα και καλλιτέχνης που έκανε όλο τον κόσμο να υποκλιθεί, όταν έγραψε το τραγούδι Dance You Outta My Head για να παίρνει τα δικαιώματα ο 7χρονος γιός της όταν εκείνη φύγει από τη ζωή, όπως και έγινε!

Cat Janice γιός jpg

Στη λίστα με τις μητέρες -ηρωίδες ξεχωριστή θέση κατέχει η 38χρονη Ash Good η μητέρα που μαχαιρώθηκε θανάσιμα στο Σίδνεϊ στην προσπάθειά της να σώσει το 9 μηνών μωρό της όταν εξαπέλυσε επίθεση  με μαχαίρι 40χρονος δράστης μέσα σε εμπορικό κέντρο!

mother sindey
Η 38χρονη ηρωίδα μητέρα Ash Good σε μια φωτογραφία που ανήρτησε πριν δολοφονηθεί άγρια στο εμπορικό κέντρο, ενώ κατάφερε να σώσει το μωρό της. Πηγή: Instagram

Το ecozen τιμώντας τη Γιορτή της Μητέρας παρουσιάζει 10 σπουδαία ποιήματα Ελλήνων που αξίζει να γνωρίζουμε! Για την περήφανη μαμά της Αγγελικής, για τη μαμά της Μαρίας που “έφυγε” αλλά είναι πάντα εδώ, για τη μαμά της Βίκυς που πάλεψε στη ζωή της, για τη μαμά της Αντιγόνης που πόνεσε πολύ αλλά χαμογέλασε και πάλι για τα άλλα της παιδιά και τα εγγόνια της, για τη δική σου μαμά αναγνώστη!

27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ. (Κ.Π. Καβάφης)

kavafiiiis

Ο ποιητής επηρεάζεται από τον δημόσιο απαγχονισμό, από τους Άγγλους, πέντε Αιγυπτίων χωρικών, ηλικίας 80-22 ή (κατά τον Καβάφη) 19 ετών, που είχαν τολμήσει να αντιδράσουν, λίγο-πολύ βίαια, στην αυθαίρετη και προκλητική συμπεριφορά Άγγλων αξιωματικών στο χωριό Ντενσουάι. Στο ποίημα που παρουσιάζουμε με αφορμή τη Γιορτή της Μητέρας, παρακολουθεί τον απαγχονισμό του νεότερου Αιγύπτιου, που του αποδίδει την ηλικία των 17 ετών, αν και ίσως ήταν λίγο μεγαλύτερος, και καταγράφει τη φρίκη του περιστατικού μέσα από τις αντιδράσεις της μητέρας του νέου.

Σαν το ’φεραν οι Xριστιανοί να το κρεμάσουν

το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,

η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά

σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα

κάτω απ’ τον μεσημεριανό, τον άγριον ήλιο,

πότε ούρλιαζε, και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο

και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε

«Δεκαφτά χρόνια μοναχά με τα ’ζησες, παιδί μου».

Κι όταν το ανέβασαν την σκάλα της κρεμάλας

κι επέρασάν το το σκοινί και το ’πνιξαν

το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,

κ’ ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν

με τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας

το εφηβικόν ωραία καμωμένο σώμα,

η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα

και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα·

«Δεκαφτά μέρες μοναχά», μοιρολογούσε,

«δεκαφτά μέρες μοναχά σε χάρηκα, παιδί μου».

 

Η μητέρα (Γεώργιος Βιζυηνός)

viziinos jpg

Πώς να πειράξω τη μητέρα

να κάμω εγώ να λυπηθεί,

που όλη νύχτα κι όλη μέρα

για το καλό μου προσπαθεί;

Πώς ν’ αρνηθώ ή ν ‘ αναβάλω

ό,τι ορίζει κι απαιτεί,

αφού στη γη δεν έχω άλλο

κανένα φίλο σαν αυτή;

Αυτή στα στήθη τα γλυκά της

με είχε βρέφος απαλό,

με κάθιζε στα γόνατά της

και μ’ έμαθε να ομιλώ.

Αυτή με τρέφει και με ντύνει

όλο το χρόνο που γυρνά,

και δίπλα στη μικρή μου κλίνη,

σαν αρρωστήσω ξαγρυπνά.

Αυτή σαν πέσω και χτυπήσω

φιλά να γειάνει την πληγή.

Αυτή, τι πρέπει να αφήσω

και τι να κάμω μ’΄οδηγεί.

Πώς το λοιπόν τέτοια μητέρα

να κάμω εγώ να λυπηθεί,

που όλη νύχτα κι όλη μέρα

για το καλό μου προσπαθεί;

 

Μητέρα μου, πόσο φριχτά βαραίνει…

Μαρία Πολυδούρη (Από την Ανθολογία του Η.Ν. Αποστολίδη, 1708-1959, εκδόσεις Εστία)

polydourimaria gr

Μητέρα μου, πόσο φριχτὰ βαραίνει
ἡ μοίρα σου στὸ νεανικό μου στῆθος!
Ὅλοι μου οἱ πόνοι καταφεύγουν πλῆθος
γύρω στὴ θύμησή σου ποὺ πικραίνει.

Ἐμένα, ποὺ σὲ δέχτηκα εὐλογία
κ᾿ ἔγινα τὸ θαυμάσιο ὁμοίωμά σου,
ἂς μὲ δεχτεί σὰ νάμαι ἁμάρτημά σου
ἡ μνήμη σου, μαρτυρικὴ κι ἁγία.

Στὴ μοίρα σου, ποὺ γνώρισα σὲ μένα,
τὴ σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.
Μὰ στὴν καρδιά μου μόνο ἐγὼ θὰ ξέρω
πόσους μετροῦν νεκροὺς τ’ ἀγαπημένα.

Μητέρα μου, πόσο μοῦ λείπεις τώρα
ποὺ πνιχτικό, βαρὺ σκότος θὰ γίνει
στὴ μάταιη ζωή μου ποὺ ὅλο σβήνει!..
Ἄχ, πῶς μοῦ λείπεις σὲ μία τέτιαν ὥρα!

 

Ξεπροβόδισμα (Κώστας Καρυωτάκης)

kariotakis
Κ. Γ. Καρυωτάκης (1896-1928).Το ποίημα «Ξεπροβόδισμα» ανήκει στα «Παραλειπόμενα (1919-1927)» του Κώστα Καρυωτάκη. Δημοσιεύτηκε στις 29 Ιουνίου 1919 στο περιοδικό Ο Νουμάς (Ποιήματα και πεζά, επιμ. Γιώργος Σαββίδης, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2016, σ. 165).

— Ἀγάπη μου, ἤσουνα παιδί· παιδί μου, εἶσαι ἄντρας τώρα·

σῦρε, ἀκριβέ μου, στὸ καλό, μὴ σὲ προφτάσει ἡ μπόρα.

— Μάνα μου, κοίτα, ἐνύχτωσε· πῶς νὰ κινήσω; βρέχει·

μάνα, μιὰ θλίψη μὲ κρατεῖ καὶ μία τρομάρα μ᾿ ἔχει.

Παιδί μου, ὅλοι θὰ φύγουνε· κι ἂν μείνεις τελευταῖος;

σῦρε· καὶ πάντα νά ῾σαι ὄρθιος καὶ πάντα νά ῾σαι ὡραῖος.

— Μάνα, ὁ χειμῶνας ρυάζεται κ᾿ ἡ νύχτα ἀγκομαχάει·

μὲ δένει, μάνα, μιὰ ντροπή, κ᾿ ἕνας καημὸς μὲ πάει.

Βλέπε, παιδί μου, πάντα ὀμπρός. Τὸ χτὲς μὴ σὲ πικραίνει.

Τώρα ἡ ζωὴ σὰν ἄλογο στὴν πόρτα σὲ προσμένει.

— Μάνα, οἱ ἄνεμοι ρίξανε τοῦ δρόμου τὸ πλατάνι·

μὲ τρώει, μανούλα, ἡ θύμηση, κι ὁ πόνος μὲ δαγκάνει.

— Παιδί μου, ὅλου θὰ φύγουνε· κι ἂν μείνεις τελευταῖος;

σῦρε· καὶ πάντα νά ῾σαι ὀρθὸς καὶ πάντα νά ῾σαι ὡραῖος.

— Μάνα μου, κοίτα, ἐνύχτωσε· πῶς νὰ κινήσω; βρέχει·

μάνα, μιὰ θλίψη μὲ κρατεῖ καὶ μία τρομάρα μ᾿ ἔχει.

 

Διονύσιος Σολωμός | Η τρελή μάνα ή το κοιμητήριο
(απόσπασμα)

dionisios solomos800

«Τώρα που η ξάστερη
νύχτα μονάχους
μας ηύρε απάντεχα,
και εκεί στους βράχους

σχίζεται η θάλασσα
σιγαλινά. Τώρα που ανοίγεται
κάθε καρδία
στη λύπη,ακούσετε
μιαν ιστορία,
που την αισθάνονται
τα σωθικά.

Σε κοιμητήριο
είναι στημένα
δύο κυπαρίσσια
αδελφωμένα
που πρασινίζουνε
μες στους σταυρούς.

Όταν μεσάνυχτα
καταβουίζουν
οι άνεμοι, αν τα’ βλεπες
πώς κυματίζουν,
έλεες πως κράζουνε
τους ζωντανούς.

Δύο αδέλφια δύστυχα
κοιμούνται κάτου
τον ανεξύπνητον
ύπνο θανάτου
κι έχασε η μάνα τους
τα λογικά.

Ετών 9 (Κατερίνα Γώγου)

Μελοποιημένο ποίημα της Κατερίνας Γώγου — μελοποίηση, τραγούδι: Μάκης Σεβίλογλου, απαγγέλει η Όλια Λαζαρίδου — «Πάνω κάτω η Πατησίων» (βιβλίο με cd), Εκδόσεις Οδός Πανός, 2012, παρουσιάζεται με αφορμή τη Γιορτή της Μητέρας…

Όταν ξυπνήσεις το πρωί

και δεν θα βρεις στο πάτωμα

χαπάκια πουλόβερ και σουτιέν

και χτυπήσεις με δύναμη την πόρτα

χωρίς ν’ ακούσεις πίσω σου το υστερικό μου «σκασμός»

μη βάλεις τα κλάματα και πας για να με βρεις

στην παιδική φωτογραφία μου που σε κοιτάει. Ποτέ δεν

έβλεπα.

Ούτε στα ηλίθια γραφτά μου. Σου ‘χω πει ψέματα. Πάντοτε σου ‘λεγα πώς είναι όμορφοι οι άνθρωποι τα χρώματα κι η μουσική.

Μέτρησε μόνο τα μεροκάματα που έκανα

μ’ αυτό θα μάθεις πώς έζησα.

Μέτρησε έπειτα το νοίκι μας

ποτέ δε φτάνανε να το πληρώσω.

Και πόσο φως έκαψα

ψάχνοντας να βρω τρόπο.

Τράβα μετά και γύρεψε απ’ τον πατέρα σου

για τελευταία φορά χρήματα

και δώσε τα χρέη μου.

Ύστερα πλύνε τα μούτρα σου

και μην αφήσεις κανέναν να σου πει

τί απογίνε με τη μάνα σου.

Μόνο κάτω απ’ αυτές

τις ηλίθιες αποδείξεις

φτιάξε έναν ήλιο απ’ αυτούς που μόνο εσύ έχεις στο

νου σου

και κάτω απ’ αυτόν

γράψε με τ’ αστεία παιδικά σου γράμματα

ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ!

Κική Δημουλά | Βιογραφικός πίνακας
[Στη μάνα μου](από τη συλλογή ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ 1963)

Kiki Dimoula

Το σπίτι
κοιτάζει τον δημόσιο δρόμο
και τη θάλασσα
με λογική τεσσάρων παραθύρων,
χαμογελώντας στερεότυπα
μ’ένα πλατύ πορτοκαλί
μπαλκόνι.

Σ’αυτό το μπαλκόνι
σ’αυτό το χαμόγελο
τ’απογεύματα, η μάνα μου
το δυσανάγνωστό της πρόσωπο
εκθέτει.

Ο χρόνος το συνέγραψε
χωρίς έξαρση
από νύχτα σε νύχτα
σε γλώσσα πόνου ρέουσα
γεμίζοντας
κατεβατά φθοράς.
Κι ούτε ένα λάθος γέλιου.

Κάθεται
άκρη άκρη στην καρέκλα
να μην επιβαρύνει το απόγευμα
μ’όλο το βάρος της κατάκοιτης καρδιάς της,
ίσα ίσα να υπάρχει
σταματημένη μέσα στη ζωή της
από μιάν άπνοια τύχης,
ίσα ίσα για ν΄αντέξει τώρα
της έκπληξής της το σπασμό:

«Υπάρχουν θάλασσες
καράβια νευρικά
που σπρώχνουν λύσεις
στο ανεμπόδιστο;
Και άνεμοι που ξεριζώνουνε τα στάσιμα;
Κι αυτά τα εύληπτα που πίνει χρώματα
το αλκοολικό απόγευμα
υπάρχουν; «Δεν το ‘ξερε.
Δεν το ‘ξερε η ζωή της.

Τώρα
αποτολμά μιά κίνηση παράξενη:
λίγο το σώμα ρίχνει εμπρός,
το ξαναφέρνει πίσω,
βαριά κωπηλασία μνήμης κάνει,
γιαλό γιαλό τα δάκρυά της.

Σιγά σιγά
απόγευμα, πρόσωπο και μπαλκόνι
από το σούρουπο υποσκάπτονται.
Το σχήμα τους παραφρονεί.
Σε χώρο θάμπους κλείνονται
να μην μπορούν να μπουν άλλο τα μάτια μας.
Νυχτώνει.

Γιώργος Ιωάννου | Σαν τη μητέρα, αλήθεια

Giorgos Ioannou

Πηγαίνει αργά στο σινεμά,
μάλιστα στον εξώστη.
Σ’ έργα κατά προτίμηση, βουβά
και θαμπωμένα. Κι εκεί
– μέσα στους τόσους εξευτελισμούς –
η μόνη του χαρά να βλέπει τις γυναίκες
της γενιάς γύρω απ’ το τριάντα.
Με κείνα τα βαθιά καπέλα,
με τις σειρές τα περιδέραια,
τα μάτια, τα κοντά μαλλιά
με τις ψιλές γλυκιές φωνές,
με τις κινήσεις τους τις μητρικές.

Σαν τη μητέρα, αλήθεια∙
σαν τη μάνα του
των πρώτων παιδικών του χρόνων…

Τότε που τον φωνάζανε μοναχογιό.

Τύψεις-Ντίνος Χριστιανόπουλος  

xristianopoulos jpg

«Όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει
η ηλικία της σεμνότητας, αισθάνομαι
τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου
από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν.

Δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια
φώτα που πέσαν πάνω μου ανηλέητα,
λόγια πιο πρόστυχα κι απ’ τις χειρονομίες.

Μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου
όταν γυρνώ αργά το βράδυ και τη βρίσκω
μ’ ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει
βουβή, ξαγρυπνισμένη και χλωμή.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ | Η μάνα μου κι ο Σατανάς

Aggelaki

(Ποίημα στον τόμο «Έξη Ποιητές», Αθήνα 1971) Η Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ γεννήθηκε στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1939. Γονείς της οι Γιάννης Αγγελάκης και Ελένη Σταμάτη. Είναι πνευματική κόρη του Νίκου Καζαντζάκη, που διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον πατέρα της.

Τη μεγάλη Παρασκευή

η Παναγιά ξαναγίνεται το πρόσωπο της ημέρας

και η δική μου μάνα ξεμαρμαρώνει.

Δε φοράει πια εκείνο το ροζ

που τη θάψανε

κι ούτε κατεβαίνει ολοένα

με το κουτί της μαζί.

Τη Μεγάλη Παρασκευή

η μάνα μου ζωντανή, ζεστή σαν το κερί

φοράει το τετριμμένο και μαζί το άλλο.

Το νύχι της το προτελευταίο

παχουλό στις άκρες σαν το δικό μου

άγνωστη

όταν κρυφοσκεπτόταν

και κρυφοαμάρτανε

μακριά μου

σαν άρχιζε τον ατέλειωτο θάνατό της

Διαφήμιση