Επισιτιστική κρίση στη σκιά του πολέμου στην Ουκρανία – Πόσο κινδυνεύει η Ελλάδα;

    Τι εκτιμούν παράγοντες της αγοράς και πόσο θα μας κοστίσει το κλείσιμο των αγορών της Ουκρανίας, της Ρωσίας και της Λευκορωσίας

    0
    Αγροτική τεχνολογία
    Διαφήμιση

    Μπορεί η χώρα μας να διαθέτει ικανές ποσότητες φρούτων, λαχανικών και σιτηρών, που επαρκούν σε μεγάλο βαθμό για την κάλυψη των καταναλωτικών μας αναγκών, όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που το κόστος παραγωγής έχει εκτιναχθεί.

    Ο πόλεμος στην Ουκρανία

    Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι το κλείσιμο των αγορών της Ουκρανίας, της Ρωσίας και της Λευκορωσίας μπορεί να οδηγήσει σε έλλειψη βασικών αγαθών, αφού η ανισορροπία που δημιουργείται στις ελληνικές εξαγωγές και εισαγωγές θα είναι πολύ μεγάλη. Όσον αφορά τα σιτηρά, όλα δείχνουν ότι δεν θα αντιμετωπίσουμε θέμα επάρκειας, αφού το 30% των εισαγωγών μας μπορεί να γίνει από άλλες αγορές, όπως η Γαλλία και ο Καναδάς, όμως η αύξηση του κόστους παραγωγής λόγω των δυσθεώρητων τιμών στο αγροτικό πετρέλαιο και τα λιπάσματα θα ζημιώσει τους παραγωγούς, αν το σιτάρι δεν «δει» τιμές κοντά στα 50 λεπτά το κιλό (σκληρό σιτάρι)

    Δυσοίωνες εκτιμήσεις

    Πολύ πιο δυσοίωνες είναι οι εκτιμήσεις για τα φρούτα και λαχανικά, αφού με την έναρξη του πολέμου τρεις βασικές αγορές στις οποίες εξήγαμε περίπου 150.000 τόνους έκλεισαν. Ο λόγος για την Ουκρανία, τη Λευκορωσία και τη Ρωσία.

    Στην περίπτωση αυτή, όπως εξηγεί  o ειδικός σύμβουλος του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής-Διακίνησης Φρούτων, Λαχανικών και Χυμών Incofruit – Hellas, Γιώργος Πολυχρονάκης, το εμπόριο διαταράσσεται, αφού η εύρεση νέων αγορών για τη διοχέτευση αυτών των νωπών προϊόντων δεν μπορεί να γίνει με το πάτημα ενός κουμπιού. Επιπλέον, νέες αγορές θα ψάξουν και όλες οι υπόλοιπες ανταγωνίστριες χώρες, με αποτέλεσμα οι τιμές παραγωγού να πιεστούν σημαντικά, κάτι που ο Έλληνας αγρότης δεν μπορεί να αντέξει τη δεδομένη στιγμή λόγω της αλματώδους αύξησης στο κόστος παραγωγής. Η συγκυρία αυτή μπορεί -σύμφωνα με τον κ. Πολυχρονάκη- να οδηγήσει σε αδυναμία συγκομιδής, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν φρούτα και λαχανικά στην ελληνική αγορά.

    Την εικόνα για τον κλάδο των σιτηρών (σκληρού και μαλακού σίτου) περιέγραψε ο κ. Χρήστος Τσιχήτας, παραγωγός καπρόεδρος της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τον ίδιο: «Αυτήν τη στιγμή με τον πόλεμο στην Ουκρανία η χώρα μας δεν έχει πολλά αποθέματα σιτηρών, αλλά φέτος έχουν καλλιεργηθεί αρκετά στρέμματα και ίσως λίγο περισσότερα σε σχέση με πέρσι. Αυτό σημαίνει
    ότι έλλειψη προϊόντος δεν θα υπάρξει στη χώρα μας, αφού από το καλοκαίρι θα γεμίσουν οι αποθήκες. Ωστόσο το πρόβλημα είναι οι τιμές παραγωγού, που λόγω της τεράστιας αύξησης του κό στους παραγωγής (λόγω αύξησης στις τιμές του πετρελαίου και των λιπασμάτων) θα πρέπει να είναι ανάλογες (35-40 λεπτά το κιλό στο μαλακό και 40-50 λεπτά στο σκληρό σιτάρι). Από την Ουκρανία και τη Ρωσία η χώρα μας εισάγει παραδοσιακά 30% των αναγκών της, όμως και αυτό δεν μας ανησυχεί ιδιαίτερα, αφού μπορούμε να στραφούμε σε άλλες αγορές τις περιόδους που
    δεν επαρκούν τα ελληνικά σιτηρά. Χώρες όπως η Γαλλία και ο Καναδάς». Και πρόσθεσε: «Να σημειωθεί επίσης ότι το σκληρό σιτάρι προορίζεται για την παρασκευή ζυμαρικών και αρτοσκευασμάτων και η επάρκειά μας είναι μεγάλη, τόσο που μας επιτρέπει να κάνουμε εξαγωγές, ενώ το μαλακό σιτάρι που είναι λιγότερο και εισάγουμε προορίζεται για τις αλευροβιομηχανίες, τους φούρνους για ψωμί κ.λπ.».

    Αναπόφευκτες ανατιμήσεις στο ψωμί

    Από την πλευρά του ο Μιχάλης Μούσιος, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Αρτοποιών Ελλάδος, ανέφερε στην «Political» πως, καθώς οι διεθνείς τιμές σε σιτάρι και καλαμπόκι καταγράφουν αύξηση, είναι αναπόφευκτες οι ανατιμήσεις στο ψωμί. «Έχουμε σημαντικές αυξήσεις όχι μόνο στο σιτάρι και στο καλαμπόκι, αλλά και στην ενέργεια, στο ρεύμα, στο φυσικό αέριο και στο πετρέλαιο. Εκτιμώ ότι όλοι οι αρτοποιοί θα κάνουν μια μεγάλη προσπάθεια να απορροφήσουν την αύξηση του κόστους, όπως έκαναν και όλο το προηγούμενο διάστημα», επεσήμανε, προσθέτοντας πως οι τιμές των προϊόντων άρτου έχουν ήδη πάρει μια αύξηση 8%-10%, ενώ αναμένεται και συνέχεια. Ο κ. Μούσιος επιβεβαίωσε ότι θα υπάρξουν ανατιμήσεις: «Περιμένουμε να δούμε σε τι τιμές θα παραλάβουμε, για να δούμε πόσο μπορούμε να απορροφήσουμε και πόση αύξηση θα πάρει το ψωμί».

    Πηγή: agroekfrasi.gr

    Διαφήμιση