«Γιατί η Αθήνα έχει γίνει τόσο …αλλόκοτη;» διερωτάται σε ένα όχι και τόσο κολακευτικό άρθρο το BBC στην ιστοσελίδα του. «Οι ξένοι επισκέπτες», υποστηρίζει, «συχνά ξαφνιάζονται από την εμφάνιση της πόλης. Μια διασκορπισμένη μητρόπολη με άσχημες τσιμεντένιες πολυκατοικίες, που δεν διαθέτει ούτε την κλασική χάρη της αρχαίας Αθήνας, ούτε όμως και το μπαρόκ μεγαλείο αντίστοιχων πόλεων όπως για παράδειγμα της Ρώμης. Πώς έγινε λοιπόν η Αθήνα έτσι;»
Όλα αυτά είναι ερωτήματα, που κακά τα ψέματα, θέτουμε κι εμείς καθημερινά ως κάτοικοι ή εργαζόμενοι στο κέντρο της πρωτεύουσας. Και μέσα από το ecozen άλλωστε, τα έχουμε θέσει επανειλημμένα.
Οι βρώμικοι δρόμοι, τα ασυντήρητα δημόσια κτίρια, οι λακκούβες και οι κακοτεχνίες παντού, οι θλιβερές προσόψεις των πολυκατοικιών, η έλλειψη πρασίνου… Αποτελούν κομμάτι μιας επώδυνης πραγματικότητας που αντιμετωπίζουμε εδώ και αρκετά χρόνια. Μόνο στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων υπήρξε μια αναλαμπή, η οποία ωστόσο έσβησε πολύ γρήγορα.
Το κακό είναι ότι η εικόνα αυτή, αλλά και οι δυσκολίες που τη συνοδεύουν, καθρεφτίζεται έντονα στα πρόσωπα των πολιτών, μεταφράζεται σε μεμψιμοιρία και μιζέρια και τελικά μας αποτρέπει από το να εκτιμήσουμε τις ομορφιές της πόλης. Που, για να μην είμαστε άδικοι, έχει αρκετές.
Για την ιστορία
Ο Άλεξ Σακαλής, που υπογράφει το κείμενο του BBC, στην προσπάθειά του να δώσει απαντήσεις, κάνει μια γρήγορη αναδρομή στην ιστορία της πόλης. Η Αθήνα, γράφει, δεν προοριζόταν αρχικά για πρωτεύουσα της Ελλάδας, καθώς είχε σταματήσει να αποτελεί σημαντικό οικισμό για αρκετούς αιώνες. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, είχε καταλήξει να είναι ένα κακοτράχαλο χωριό με περίπου 4.000 κατοίκους. Κατά συνέπεια, οι Έλληνες επαναστάτες προτίμησαν το ζωηρό λιμάνι του Ναυπλίου ως πρωτεύουσα του νέου τους κράτους.
Όμως, οι δυτικές δυνάμεις, όπως η Γαλλία και η Βρετανία, που είχαν στηρίξει οικονομικά και στρατιωτικά την Ελλάδα στη διάρκεια του πολέμου, επιθυμούσαν διακαώς να γίνει η Αθήνα πρωτεύουσα. Με κίνητρο έναν ρομαντικό ιδεαλισμό για την Αρχαία Ελλάδα, επιστράτευσαν μια ομάδα αρχιτεκτόνων σαν τον Θεόφιλο Χάνσεν, τον Ερνέστο Τσίλλερ και τον Σταμάτη Κλεάνθη, στους οποίους ανάθεσαν να αναβιώσουν το κλασικό ελληνικό αρχιτεκτονικό μοντέλο.
Τις δεκαετίες που ακολούθησαν, η Αθήνα απομακρύνθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις οθωμανικές, φράγκικες και βυζαντινές επιρροές της. Οι μετωπικοί δρόμοι αντικαταστάθηκαν από ορθογώνια δίκτυα, ενώ τα υπάρχοντα κτίρια κατεδαφίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από μεγάλα νεοκλασικά κτίρια που προορίζονταν να εκφράζουν τη συνέχεια της αρχαίας Αθήνας σε αρχιτεκτονική μορφή. Ήταν μια όμορφη πόλη με φαρδιές λεωφόρους, μεγάλες πλατείες και νεοκλασική αρχιτεκτονική. «Οπότε τι συνέβη στην πορεία;» διερωτάται εκ νέου το BBC.
Η ελληνική “πινελιά”
Η φαντασίωση που είχε επιβάλει η δύση στην Αθήνα δεν είχε καμιά σχέση με την Ελλάδα του 19ου αιώνα. Παρόλα αυτά, οι Έλληνες σταδιακά την υιοθέτησαν. Κατά συνέπεια, ακόμη κι αφότου οι ξένοι αρχιτέκτονες γύρισαν στην πατρίδα τους, συνέχισαν να κατασκευάζουν νεοκλασικά σπίτια, προσθέτοντας συχνά εντελώς δικές τους πινελιές. Το αποτέλεσμα ήταν ένα μοναδικά «ελληνικό» ύφος νεοκλασικισμού.
Αύξηση πληθυσμού
Το άρθρο συνεχίζει με την εξιστόρηση των γεγονότων που σημάδεψαν την πόλη κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα: Μικρασιατική Καταστροφή, Κατοχή και Εμφύλιος. Απόρροια της πρώτης ήταν η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών κατά την οποία 1,5 εκατομμύριο Έλληνες πρόσφυγες εγκατέλειψαν την Τουρκία και εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, με το ένα τέταρτο να διαμένουν στην Αθήνα, αυξάνοντας τον πληθυσμό της πόλης από 200.000 σε 500.000 μέσα σε λίγους μήνες.
Στη συνέχεια, η γερμανική Κατοχή οδήγησε σχεδόν στην πλήρη καταστροφή της ελληνικής βιομηχανίας, της γεωργίας και των υποδομών, ενώ ο εμφύλιος που ακολούθησε άφησε πίσω του τη χώρα πικρά διχασμένη σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Μέχρι να τελειώσει, η Ελλάδα ήταν σε πολύ κακή κατάσταση. Οι πρόσφυγες ζούσαν ακόμα σε προσωρινά καταλύματα, ενώ η μεσαία τάξη της πόλης, που κατοικούσε παραδοσιακά στα νεοκλασικά αρχοντικά, είχε χρήματα μόλις για να συντηρηθεί.
Στο μεταξύ, όλο και περισσότεροι κάτοικοι της επαρχίας μετοίκησαν στην Αθήνα, για να ξεφύγουν από τις καταστροφές και τη φτώχεια. Τη δεκαετία του 1950, κατέφθασαν περίπου 560.000 εσωτερικοί μετανάστες, διπλασιάζοντας τον πληθυσμό της πόλης για άλλη μια φορά. Το κράτος, το οποίο είχε δαπανήσει τα περισσότερα από τα κεφάλαια του πακέτου Μάρσαλ για την επιβίωση μετά τον εμφύλιο, δεν είχε ούτε τα εργαλεία ούτε τα χρήματα για να χτίσει σπίτια.
Η εποχή της αντιπαροχής
Όπως σημειώνει το άρθρο του BBC, η λύση δεν ήρθε από ψηλά, αλλά από κάτω. Ήταν η αντιπαροχή – όρος που δεν μεταφράζεται στα αγγλικά, οπότε εξηγείται ως «αμοιβαία ανταλλαγή». Η αντιπαροχή, υποστηρίζει ο Σακαλής, είναι και ο λόγος που η Αθήνα έχει αυτή τη μορφή.
«Δεν υπήρχε συγκεκριμένος νόμος που να έλεγε στους ανθρώπους έχετε το δικαίωμα να συνεργαστείτε και να οικοδομήσετε ό,τι θέλετε. Ήταν οι ίδιοι οι άνθρωποι που βρήκαν αυτή τη λύση», λέει στο BBC ο Πάνος Δραγώνας, καθηγητής Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο Πατρών.
Το κράτος αποδέχθηκε πλήρως τις αποφάσεις των πολιτών, εισάγοντας μόνο μερικούς μικρούς κανονισμούς, όπως τον συντελεστή δόμησης, την απαγόρευση να χτίζει κάποιος πάνω σε αρχαιολογικό χώρο και στην κορυφή των επτά ιστορικών λόφων της Αθήνας. Δεν επιβλήθηκαν φόροι περιουσίας, άρα το κράτος δεν είχε άμεσα έσοδα από τις αντιπαροχές.
Με την αντιπαροχή όσοι είχαν παλιά σπίτια αλλά και εκείνοι που αναζητούσαν νέο, εξασφάλισαν μοντέρνα διαμερίσματα ενώ οι εργολάβοι είχαν κέρδη αρκετά ώστε να συνεχίσουν να επενδύουν σε κατασκευές χωρίς κρατικές επιδοτήσεις ή τραπεζικά δάνεια. Επιπλέον, χιλιάδες άνεργοι βρήκαν δουλειά ως οικοδόμοι, βγάζοντας αρκετά χρήματα για να στείλουν και πίσω στις οικογένειές τους στην επαρχία. Στο μεταξύ, το κράτος μπόρεσε να επενδύσει τους πόρους του σε άλλους τομείς της οικονομίας, όπως τις υποδομές, τη γεωργία και τον τουρισμό. Μεταξύ 1950 και 1977, η ελληνική οικονομία αυξήθηκε κατά 7,7% ετησίως. Η οικοδομή ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες αυτής της έκρηξης.
«Η οικοδομή ενήργησε ως εργαλείο, για αυτούς που έρχονταν στην πόλη από την ύπαιθρο όχι μόνο για να στεγαστούν και για να εξασφαλίσει τα προς το ζην της μια ολόκληρη γενιά, αλλά και για να περάσουν από έναν αγροτικό τρόπο ζωής που ήταν σκληρός σε μια νέα αστική μεσαία τάξη», προσθέτει η Ιωάννα Θεοχαροπούλου, συγγραφέας του βιβλίου «Builders, Housewives and the Construction of Modern Athens».
Η εικόνα χαλάει
Όπως ήταν αναμενόμενο, συνεχίζει το ρεπορτάζ, άλλοι 680.000 εσωτερικοί μετανάστες έφτασαν στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, με τον πληθυσμό της να φτάνει τα 2 εκατομμύρια στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Η νεοκλασική Αθήνα έχει σχεδόν εξαφανιστεί και αντικατασταθεί από μια «θάλασσα», άσχημων χαμηλών κτισμάτων που εκτεινόταν μέχρι εκεί που μπορούσε να δει το μάτι.
Είναι η στιγμή που οι Αθηναίοι αρχίζουν να αισθάνονται ένοχοι. Η ραγδαία ανάπτυξη, η έλλειψη κανόνων και η απουσία αρχιτεκτόνων, είχαν συμβάλει στην άσχημη εικόνα και στην ανεξέλεγκτη επέκταση της πόλης. Με το σύστημα της αντιπαροχής οι περισσότερες πολυκατοικίες που κατασκευάστηκαν είχαν ως στόχο τη μεγιστοποίηση των κερδών, αδιαφορώντας πλήρως για την αισθητική.
Το κράτος προσπάθησε να εξιλεωθεί για την απουσία στεγαστικής πολιτικής: χαρακτήρισε διατηρητέα όσα νεοκλασικά είχαν απομείνει και εισήγαγε τον φόρο περιουσίας καθιστώντας μη βιώσιμο να δίνονται αυτά τα κτίρια για αντιπαροχή.
Για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της, ο πληθυσμός της Αθήνας άρχισε να μειώνεται. Σε αυτό το κλίμα, ο κατασκευαστικός κλάδος βάζει φρένο.
Η Αθήνα σήμερα
Οι προκλήσεις της σύγχρονης Αθήνας απασχολούν αρχιτέκτονες που οραματίζονται ένα μέλλον για την πόλη. Όμως σε μια πόλη τόσο πυκνή σε δόμηση, η δημιουργία νέων κτιρίων είναι άθλος, σημειώνει το BBC. Οι περισσότεροι πόροι διοχετεύονται για την ανακαίνιση των υφιστάμενων πολυκατοικιών, οι οποίες είναι συχνά σε κακή κατάσταση. Η έλλειψη ευκαιριών για οικοδόμηση ανάγκασε νέους Αθηναίους αρχιτέκτονες να αναθεωρήσουν το ρόλο τους στην πόλη.
Θλίψη για όσα χάθηκαν
«Το περπάτημα στην Αθήνα σήμερα δημιουργεί ένα περίεργο συναίσθημα. Η θέα του Παρθενώνα, να δεσπόζει πάνω από το απόλυτο το χάος, σου κόβει πραγματικά την ανάσα, όσες φορές κι αν τον δεις. Οι γειτονικοί λόφοι αποτελούν ένα αστικό δάσος στο κέντρο της πόλης, στο οποίο η φύση και η ιστορία συναντώνται με εντυπωσιακό τρόπο. Η Πλάκα, αν και τουριστική, είναι ακόμα όμορφη» γράφει ο Σακαλής. «Τα τελευταία χρόνια, μια σειρά από καλαίσθητες αποκαταστάσεις και πεζοδρομήσεις έχουν συμβάλλει στην ανάδειξη του κέντρου της πόλης. Νέα πάρκα έχουν εμφανιστεί… Όμως, όταν αφήσεις τα ορεινά της Ακρόπολης και κατηφορίσεις στις τσιμεντένιες γειτονιές της Αθήνας, το συναίσθημα που μένει δεν είναι η ανακούφιση για όσα σώθηκαν, αλλά η θλίψη για όσα χάθηκαν…»
Πηγή: BBC