Το Τοπίο, τον τόπο, το χώρο τα συναντάμε άλλοτε δισδιάστατα στα έργα των ζωγράφων, καλλιτεχνών, ποιητών, μουσουργών, φωτογράφων, εικαστικών και άλλοτε τρισδιάστατα, όπως μας εμφανίζονται τα βουνά, οι πλαγιές, οι κάμποι τα χωράφια, οι λίμνες, οι θάλασσες, οι ακρογιαλιές, τα νησιά και οι βραχονησίδες. Μια πολυδιάστατη ποικιλία που έχουν αποδέκτη στην αντίληψή τους τον άνθρωπο, που ανάλογα με την κρίση του, τη μόρφωσή του, τη θέση του, το χρόνο, την εποχή, την ώρα και την ψυχική του διάθεση και διάσταση, εκτιμάει και προσλαμβάνει .
Το τοπίο γίνεται κομμάτι του «είναι» μας, της μοναδικής στιγμιαίας αποδοχής μας στο χρόνο που το εκτιμούμε, που το αποδεχόμαστε ή το απορρίπτουμε συνέπεια της ανθρώπινης ικανότητας της όρασης που μετατρέπει την οπτική εμπειρία σε νοητικό αποτέλεσμα .
Τι είναι λοιπόν το Τοπίο; Είναι το οπτικό αποτέλεσμα σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, για δεδομένο χώρο με τη μορφοποίηση και εικονοληπτική απόδοση του ψυχικού και συναισθηματικού συγκερασμού κατά τον χρόνο παρατήρησης για την αποδοχή του οπτικού μας ερεθίσματος .
Κάθε τοπίο έχει μετρούμενα χαρακτηριστικά και στοιχεία που βάζοντάς τα σε μια λογική σειρά απαρίθμησης, μέτρησης και σύγκρισης οδηγεί σε συμπεράσματα κατάταξής του σε: Πολύ ωραίο, ωραίο, μέτρια ωραίο, άσχημο, πολύ άσχημο ή και σε αδιάφορο, σε ήμερο ή άγριο, σε φυσικό ή ανθρωποποίητο, σε μικτό, σε ορεινό ή πεδινό, σε δασικό, σε γεωργικό ή σε ένα μικτών παραστάσεων .
Για να συγκρίνουμε και να εκτιμήσουμε όλα αυτά τα πολυποίκιλα τοπιακά πλέγματα απαιτείται να επιχειρηθεί και να μπουν κανόνες κατάταξης, σύγκρισης, μέτρησης και εκτίμησης.
Το σχήμα και η μορφή αποτελούν ένα από τα πρωταρχικά τοπιακά αναγνωρίσιμα στοιχεία. Οι γραμμές, η διαδρομή τους και το μέγεθός τους συνιστούν συγκυριαρχικά στοιχεία του τοπίου, για να τις διαδεχθεί σε σπουδαιότητα το χρώμα (live colour) με την έντασή του και η υφή με τις σκιάσεις και αναλαμπές.
Ακολουθεί όμως μια μακρά σειρά μεταβλητών που έχουν χωροχρονική συσχέτιση για την πλήρη ανάγνωση και αναγνώριση του Τοπίου. Ακολουθώντας τις μαρτυρίες των πρωτοπόρων ερευνητών στη σπουδή των τοπίων -Landscapes-(Simson, Lynch, McHarg, Litton) θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε σαν μεταβλητές του τοπίου την κίνηση, την εναλλαγή, την αντίθεση, τη θέση, την εποχικότητα, τη χρονική στιγμή και την ανθρώπινη διάθεση για τις δεδομένες χρονικές στιγμές θέασης ή εκτίμησης.
Ας μην αναλωθούμε να δώσουμε έναν ορισμό για το ή τα τοπία και ας δεχτούμε ότι τοπίο συνιστά ένα αναγνωρίσιμο οπτικό ερέθισμα που το αποδεχόμαστε χωρίς να προσθέτουμε κάτι ακόμα, αλλά όπως άμεσα το εκλαμβάνουμε τη δεδομένη χρονική στιγμή της αντίληψής του ως μια οπτική εμπειρίας.
Υπάρχουν όμως δύο διακριτές κατηγορίες τοπίων που διακρίνονται ανάλογα με τον επικρατέστερο χαρακτήρα τους. Αυτά είναι το δασικό τοπίο και τα χαρακτηριστικά του και το αγροτικό ή και γεωργικό τοπίο με τα δικά του χαρακτηριστικά.
Μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε άραγε ως διαφορετικά τοπία ή να επιδιώξουμε αναζήτηση αρχικά μιας συγγενικής τους σχέσης και έτσι να αποφύγουμε τον κίνδυνο αντιπαλότητας και αντιδιαστολής;
Του χάρισε ακόμα οδούς διαφυγής του νερού που τα ονόμασε ποτάμια, χειμάρρους, ρυάκια και αλλού γέμισε μεγάλες δεξαμενές με νερό και έγιναν οι λίμνες και σκόρπισε ανάμεσα και γύρω τους δενδρώδη και θαμνώδη βλάστηση.
Το Δασικό Τοπίο
Στις μέρες μας, το internet ή η TV ή τα smartphones μας γεμίζουν την καθημερινότητά μας με όμορφες εικόνες από εξωτικά μέρη με πλούσια δάση και άφθονα τρεχούμενα νερά, με κάθε λογής απεικονίσεις βουνών και κοιλάδων με χρώματα και ηλιακές ανταύγειες, ώστε η αποδοχή ενός τοπίου ως δασικού να γίνεται μια εύκολη απασχόληση και αποδοχή.
Είναι όμως το δασικό τοπίο αυτό που η επιτηδευμένη ή και αυθόρμητη εικόνα ή φωτογραφία μας παρέχεται χωρίς κόπο μπροστά μας;
Η δισδιάστατη δηλ. παρουσία και εμφάνιση της εικόνας μιας οροσειράς που να την καλύπτουν σύμπυκνα δάση, στις κορυφογραμμές να υπάρχουν βραχώδεις εξάρσεις, ρυάκια και μικροί χείμαρροι να αυλακώνουν το ανάγλυφό της, μας οδηγούν να το αποδεχτούμε σαν μια απεικόνιση δασικού τοπίου.
Είναι όμως αυτή η απλή απεικόνιση από μόνη της ένα δασικό τοπίο;
Η οπτική αντίληψη του δασικού τοπίου προκύπτει από μια μίξη των κύριων στοιχείων που συνθέτουν ένα τοπίο μέσα από μια ποικιλία και μορφή σύνθεσης και διαπλοκής.
Σε άλλα δασικά τοπία κυριαρχεί το χρώμα, ενώ σε άλλα η υφή και συχνά και η γραμμή ή και όλα μαζί τα προηγούμενα .
Είναι όμως μόνο αυτά τα στοιχεία και χαρακτηριστικά που ανταποκρίνονται στο δασικό τοπίο και που εκπροσωπούν;
Ασφαλώς και όχι: Το δασικό τοπίο συνιστά μια αέναη διαχρονική μεταβολή που προέρχεται από μια εσωτερική δομή που το συνθέτει.
Ποιος είναι άραγε αυτός ο εσωτερικός ή αφανής μηχανισμός που ενεργοποιεί μια τόσο δυναμική δομή;
Ας δούμε λοιπόν αναλυτικά τον ‘ενδόκοσμο’ του δασικού τοπίου που δρώντας διαχρονικά το διαμορφώνει, το μεταλλάσσει και το καθιστά μοναδικό και συχνά ανεπανάληπτο.
Πρώτο και κύριο αφανές δρώμενο στο δασικό τοπίο είναι το έδαφος.
Το έδαφος, αυτός ο μη ανανεώσιμος φυσικός πόρος αποτελεί την υποδομή για την ανάδειξη κάθε τοπίου και πολύ περισσότερο του δασικού .
Το βάθος του, η σύστασή του, η δομή του, αποτελούν την τροφοδοτική πηγή της ανάπτυξης και διατήρησης όποιας δασικής βλάστησης, ενώ οι λοιποί περιβαλλοντικοί παραστάτες (κλίμα , πανίδα ) την καθορίζουν.
Πάνω λοιπόν και μέσα στο έδαφος ένας αδιαφανής μικρόκοσμος βακτηριακής πανίδας, αλλά και χλωρίδας δουλεύει ακατάπαυστα αξιοποιώντας τα ανόργανα και οργανικά μικροστοιχεία, που μαζί με την υγρασία και τον αέρα τροφοδοτούν μέσα από τις ρίζες όλο αυτό το οικοδόμημα που εξωτερικά το αναγνωρίζουμε και το διαβάζουμε σαν δάσος και στη συνέχεια σαν το δασικό τοπίο.
Είναι η υποβλάστηση που σαν απλωμένο δίχτυ συγκρατεί το έδαφος προσηλωμένο στο χώρο, ενώ το προστατεύει από την απομάκρυνσή του από τη διαβρωτική ορμή του νερού των βροχοπτώσεων και του χιονιού. Ακόμα όμως το δασικό τοπίο το αναδεικνύει και το χαρίζει στην οπτική μας εμπειρία μια ακόμα περιβαλλοντική διάσταση , το ανάγλυφο.
Η φυσιογραφία του χώρου είναι αυτή που με την ποικιλία των κλίσεων των εξάρσεων και των υφέσεων με τις κοιλάδες και τα οροπέδια που άλλοτε μας αποκαλύπτει αυτό που το αναγνωρίζουμε άμεσα και άλλοτε μας το εξαφανίζει μέσα σε γραφικές ρεματιές και βαθιές χαράδρες. Και δεν αρκεί μόνο η φυσιογραφία για να αναδείξει το δασικό τοπίο. Είναι και η έκθεσή του προς τον ορίζοντα. Είναι άλλη η οπτική μας εμπειρία όταν ο ήλιος ξεπηδάει από την ανατολή και λούζει τα δένδρα, το δάσος με το άπλετο φώς του και είναι άλλη η εμπειρία το απόγευμα της δύσης, με τις σκιάσεις και το παιχνίδισμα χαρίζοντας μια αλλιώτικη υφή. Είναι ακόμα η έκθεση ως προς τον ορίζοντα ενός τοπίου που κατευθύνει την επιλογή των θερμόφιλων και φιλόφωτων δασικών ειδών να καταλαμβάνουν τις νότιες ζεστές εκθέσεις έναντι των ψυχροβιώτερων ειδών που εγκαθίστανται στις βορεινές εκθέσεις, χρωματίζοντας έτσι το τοπίο με ανοιχτοπράσινα είδη με σκουροπράσινα ανάλογα δασικά είδη .
Και ενώ ο χρόνος κυλάει και οι εποχές εναλλάσσονται έρχεται αυτή η εποχικότητα να προσδώσει νέες εμπειρίες και εκτιμήσεις.
Η άνοιξη χαρίζει χρώματα στο δασικό τοπίο με την υποβλάστηση να θάλλει (ανθεί). Το καλοκαίρι γίνεται έντονα πράσινο με τα δασόδενδρα να τρέχουν να ψηλώσουν για να κερδίσουν ήλιο και φως. Το φθινόπωρο κάνει το δασικό τοπίο με τα πλατύφυλλα δένδρα να παίζουν με τα θερμά χρώματα το κόκκινο και το κίτρινο μέχρι να απογυμνωθούν τα φυλλοβόλα και τότε ο σκελετός τους γίνεται ίδιο με γλυπτό της φύσης .
Ο χειμώνας τα ντύνει με το άσπρο του χιονιού και χαρίζει μια οπτική νοσταλγία με τις κορυφές να υποκλίνονται στον χιονιά και του παγετού το πέρασμα.
Την εποχικότητα τη διαδέχεται τώρα η θέση από όπου μας προσφέρεται η οπτική εμπειρία του δασικού τοπίου.
Αν από ψηλές κορυφές αγναντεύουμε μέσα από μια οπτική γωνία θετικού ανοίγματος το τοπίο, τότε αυτό προσλαμβάνεται ως πολλαπλάσιο σε μέγεθος κατά μήκος του οπτικού μας άξονα.
Αν η θέση παρατήρησης είναι σε ένα ίσιο επίπεδο με την προσφερόμενη θέα, το τοπίο γίνεται οπτικά αποδεκτό στη διάσταση του ως έχει. Και αν βρεθούμε χαμηλά, στις όχθες ενός χειμάρρου που διατρέχει ένα τοπίο και κοιτάζουμε ψηλά με αρνητική οπτική γωνία τότε το τοπίο μικραίνει και οπτικά συρρικνώνεται.
Η απόσταση που ένας παρατηρητής απολαμβάνει, εκτιμάει ή έστω βλέπει το δασικό τοπίο, γίνεται μια σημαντική μεταβλητή στην εκτίμηση και αναγνωσιμότητά του.
Η κοντινή μας οπτική ζώνη μέχρι τα πεντακόσια (500) περίπου μέτρα είναι μια απόσταση που μας δίνει τη δυνατότητα να αναγνωρίσουμε όλα τα στοιχεία του τοπίου. Η φόρμα, η γραμμή, το χρώμα και η υφή συμπράττουν και μας προσφέρουν μια πλήρη τοπιακή απεικόνιση.
Αν απομακρυνθούμε όμως σε μια απόσταση μέση μέχρι 2.000 μέτρα, τότε η φόρμα και η γραμμή γίνονται σταθερά αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά στο τοπίο, ενώ το χρώμα χάνει την ένταση και εναλλαγή του και η υφή είναι εξαφανισμένη.
Μόλις όμως ξεπεράσουμε μακριά στα 2000 μ. παρατήρησης και απομακρυνθούμε περισσότερο τότε η γραμμή, το χρώμα και η υφή χάνονται και μόνο η φόρμα – όγκοι του τοπίου παραμένουν ως τα μόνα από τα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά του.
Στο δασικό τοπίο, διαπιστώνουμε ότι η δυναμική του είναι συνυφασμένη μόνο με εφήμερο χαρακτήρα και την εποχικότητα.
Η διαχείριση ενός τέτοιου τοπίου όπως είναι το δασικό τοπίο ξεκινάει από το «εσωτερικό» και μη ορατό χώρο του τοπίου και προχωράει βαθμιαία προς τα έξω και πάνω, για να καταλήξει πάλι μετά από τη διαμεσολάβηση μεγάλου χρονικού διαστήματος σε ένα πάλι σταθερό – τοπιακό σύνολο.
Είναι λοιπόν το δασικό τοπίο ένα τοπίο δομημένο κατά τρόπο ανάδειξης με μεγάλα χρονικά πλαίσια και με ιστορική μνήμη για το τι ήταν και που πάει.
Το αγροτικό ή και γεωργικό τοπίο
Συγκρίνοντας το αγροτικό ή γεωργικό τοπίο με το δασικό θα διαπιστώσουμε μια σειρά διαφορών στα χαρακτηριστικά σύνθεσης και έντασης αυτών των χαρακτηριστικών τους.
Το αγροτικό τοπίο στερείται του μεγάλου πλεονεκτήματος στην ένταση της φυσιογραφίας.
Η επιπεδότητά του συνιστά κυριαρχικό στοιχείο σαν συνέπεια των καλλιεργητικών του απαιτήσεων. Καταλαμβάνει όλα τα επίπεδα του περιβάλλοντα του αναγλύφου του χώρου. Δεν θα πρέπει δε να μας διαφύγει το γεγονός ότι ένα μεγάλο ποσοστό του αγροτικού τοπίου αποτελεί τη διάδοχο μορφή του δασικού τοπίου μια και όπου επέτρεπε η ένταση της φυσιογραφίας τα δάση και η δασική άγρια βλάστηση απομακρύνθηκαν και παραχώρησαν γυμνή βλάστησης το έδαφος για να καλυφθούν οι διατροφικές ανάγκες των ανθρώπων με τη γεωργική γη και καλλιέργειες .
Είναι συνεπώς το αγροτικό τοπίο η «μετάλλαξη» του δασικού ή καλλίτερα μια μορφή εξημέρωσης του δασικού πρωτόγονου τοπίου.
Η μορφή τώρα αντί της φόρμας ,δηλαδή η δισδιάστατη αντίληψη του τοπίου κυριαρχεί στο αγροτικό τοπίο λόγω της απουσίας όγκου βλάστησης με συγκυρίαρχο στοιχείο τη γραμμή. Τη γραμμή που κινείται στο χώρο στην πλειονότητά της με την «ένταση» στις διαστάσεις που την προσδιορίζουν τα όρια των ποικίλων καλλιεργητικών παρεμβάσεων ,οι αγροτικοί δρόμοι , τα κανάλια άρδευσης
Η ακαλλιέργητη γη με το καφετί χρώμα των εδαφών εναλλάσσεται είτε με τα βαθυπράσινα χρώματα των δενδροκαλλιεργειών ή με τα εποχικά χρωματικά μοτίβα των σπαρμένων χωραφιών της άνοιξης με όλους τους τόνους του πράσινου.
Στο αγροτικό τοπίο η ανθρώπινη κλίμακα γίνεται μετρήσιμη και συγκρίσιμη καθ ύψος. Η δενδρώδης βλάστηση κινείται κατά μήκος των ρεματιών και προσφέρει ποικιλία σχημάτων, χρωμάτων και γραμμών.
Στο αγροτικό τοπίο δεν αναγνωρίζεται η «κυριαρχία» της φύσης, αλλά αφήνεται στη διάθεση και την επιλογή του ανθρώπου να σχεδιάζει, διαμορφώνει, ιδρύει και καταργεί.
Γίνεται συχνά το αγροτικό τοπίο το ακούσιο θύμα των καιρικών θεομηνιών, αλλά και της κακοποίησής του από τον άνθρωπο που έντονα, αλλά μόνιμα, το ανατρέπει για να το καταστήσει «υπόδουλο» της αστικής του αντίληψης και επικυριαρχίας.
Το αγροτικό τοπίο παρουσιάζει μια «εικονική» αστάθεια όταν την ηρεμία του χειμώνα τη διαδέχεται η παρέμβαση των ανοιξιάτικων καλλιεργειών για να ακολουθήσει ένα έντονο χρωματικά παρεμβατικό θέρος και να το διαδεχθεί η φθινοπωρινή καλλιέργεια με την επακόλουθη ηρεμία του χειμώνα.
Το αγροτικό τοπίο μπορεί να συγκριθεί αναλογικά με την ήρεμη θάλασσα του χώρου, σε αντίθεση με το δασικό τοπίο που είναι η φουρτουνιασμένη με τα ψηλά κύματα θάλασσα, στη σύνθεση των στοιχείων του τοπίου.
Οι παρεμβάσεις στο αγροτικό τοπίο γίνονται γρήγορα αποκαλυπτικές και αναγνωρίσιμες, κάτι που στο δασικό τοπίο η βλάστηση με το μέγεθός της και την πυκνότητα το συγκαλύπτει. Το δασικό τοπίο έχει μεγάλη απορροφητικότητα της παρέμβασης, της αισθητικής παρενόχλησης του βιασμού. Αντίθετα το αγροτικό τοπίο δεν έχει από πουθενά να κρυφτεί και δεν διαθέτει το ένδυμα της συγκάλυψης. Και ενώ εύκολα αλλοιώνεται και προσβάλλεται, τόσο εύκολα αναλαμβάνει και αποκαθίσταται.
Αντίθετα το δασικό τοπίο δύσκολα ανατρέπεται και αφανίζεται οπτικά και ακόμα δυσκολότερα ανακύπτει και αποκαθίσταται.
Στο αγροτικό τοπίο οι καιρικές επιπτώσεις το καθιστούν ευάλωτο μεν σε πλημμυρικά φαινόμενα και άλλες φυσικές επιπτώσεις, που όμως με ταχύτητα αναλαμβάνει και συνέρχεται. Στο δασικό τοπίο οι πυρκαγιές στα δάση το καθιστούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα αισθητικά «ανάπηρο», που συχνά παραμένει με μόνιμες αλλοιώσεις και διαφοροποιήσεις .
Είναι τότε που το απογυμνωμένο δασικό τοπίο χωρίς τον προστατευτικό του δενδρώδη μανδύα, επαφίεται στην ορμή των υδάτων των πλημμυρών, χάνοντας το πολύτιμο στοιχείο υποδομής του, την υποβλάστηση, αλλά προπάντων το στηρικτικό του έδαφος που κατρακυλάει και χάνεται στη θάλασσα.
Είναι αυτή η διαβρωτική ενέργεια του νερού που επιδρά αρνητικά και γίνεται αποκαλυπτική ενός νέου – δραματικού στην εμφάνιση – τύπου τοπίου, αυτόν του βραχώδους τοπίου. Ενός τοπίου που όσο και να χαρίζει «μεγαλοπρεπή εμφάνιση » με τις εξάρσεις και βραχώσεις στο χώρο, δεν παύει να διακόπτει μόνιμα και «εσαεί» τη δυναμική του τοπίου για να ξαναγίνει δασικό με βλάστηση δενδρώδη και ή και ακόμα αγροτικού.
Η διαχείριση των δυο τοπιακών χαρακτήρων
Το δασικό τοπίο συνιστά ένα τοπίο με ‘εσωτερική δυναμική’ που εκφράζεται με την παρουσία της δενδρώδους και ξυλώδους- θαμνώδους βλάστησης με μεγάλη όμως διαχρονική διάσταση που χαρακτηρίζει κύρια τη μορφή του τοπίου όπως και τη χρωματική του εικόνα.
Το αγροτικό τοπίο παρουσιάζει εντονότερη ‘δυναμική‘, αλλά με μικρά επαναλαμβανόμενα χρονικά διαστήματα και χρονολογικές σειρές που είναι η συνέπεια των εποχικών εναλλαγών που ακολουθείται διαχρονικά ανελλιπώς .
Η διαχείριση και των δύο προαναφερθέντων τοπιακών συνόλων συνιστούν ένα από τα σημαντικότερα θέματα αναφορικά με την ‘αισθητική του χώρου’ και τη διατήρηση ή βελτίωση της ποιότητάς του .
Στο αγροτικό ή γεωργικό τοπίο η διαχείρισή του είναι ηπιότερη σε ένταση και διάρκεια, παρότι έχουμε συχνές αλλαγές στο τοπίο κύρια χρωματικές, λόγω των καλλιεργητικών απαιτήσεων και παρεμβάσεων της βλάστησης που επικρατεί.
Θετικά στοιχεία στο αγροτικό τοπίο που διακόπτουν μια μονοτονία άλλοτε χρωματική και άλλοτε λόγω του επιπέδου ανάγλυφου, συνιστούν οι φυτοφράκτες των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, οι αγροτικοί δρόμοι, οι ποτάμιες διελεύσεις και τα ρεύματα ή και αρδευτικά κανάλια, όταν όμως όλα αυτά τα γραμμικά στοιχεία ενδύονται με δενδρώδη βλάστηση προσφέροντας έτσι μια αναγνωσιμότητα αισθητική στο αγροτικό-γεωργικό τοπίο.
Η απουσία απορροφητικής ικανότητας του αγροτικού τοπίου λόγω της χαμηλής βλάστησης και επιπεδότητας απαιτεί στις έντονες ανθρώπινες παρεμβάσεις κτιριακά έργα ή έργα υποδομής, ιδιαίτερης προσοχής και προσαρμογής στο σχεδιασμό τους, στο χρωματισμό ή στην οργάνωσή τους, ώστε το τοπίο να μη πληγώνεται βάναυσα.
Βέβαια, σε αντίθεση με το δασικό τοπίο, το αγροτικό-γεωργικό τοπίο εύκολα μπορεί να αλλοιωθεί και κακοποιηθεί, όμως εύκολα αναλαμβάνει και αποκαθίσταται όταν ληφθούν έγκαιρα τα ανάλογα μέτρα αποκατάστασης .