Αρχική Ενέργεια Ανταγωνισμοί και αντιφάσεις γύρω από την Ενέργεια

Ανταγωνισμοί και αντιφάσεις γύρω από την Ενέργεια

0
Διαφήμιση

Μπλέκεται παραπέρα το κουβάρι των ανταγωνισμών και αντιθέσεων, στην ΕΕ και παραπέρα, για την Ενέργεια και τους διαύλους της. Αναφορά που απέστειλε στα κεντρικά στην Αθήνα, η ελληνική πρεσβεία στη Βαρσοβία, αναπαράγει έκθεση του Κέντρου Ανατολικών Σπουδών OSW, «think tank» συνεργαζόμενου με το πολωνικό υπουργείο Εξωτερικών, σχετική με το θέμα του αγωγού Nord Stream 2, που σχεδιάζεται να μεταφέρει φυσικό αέριο από τη Ρωσία στη Γερμανία μέσω Βαλτικής, ακολουθώντας όδευση παράλληλη εκείνης του υφιστάμενου Nord Stream 1.

Του Κώστα Κένζου

 

Η δημιουργία του Nord Stream 2, έως το 2019, προωθείται από τη Ρωσία με τη σύμφωνη γνώμη Γερμανίας, Γαλλίας, Αυστρίας, Ολλανδίας και Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ η Πολωνία, η Ουκρανία και τα κράτη της Βαλτικής έχουν εκφράσει την ανοικτή διαφωνία τους.

Οπως αναφέρει η πρεσβεία, «η μεν Ουκρανία θεωρεί ότι υποβαθμίζεται η σημασία της διότι παρακάμπτεται (άλλοι αγωγοί μεταφοράς ρωσικού αερίου στην Ευρώπη διέρχονται από αυτήν), οι δε υπόλοιπες προαναφερθείσες χώρες ανησυχούν ότι ο Nord Stream 2 θα αυξήσει την εξάρτηση της Κεντροανατολικής Ευρώπης από το ρωσικό αέριο».

Σύμφωνα με την έκθεση του OSW, «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αποδέκτης των παραπόνων και αντιρρήσεων των ανατολικών κρατών μελών της ΕΕ, επιθυμεί τη διέλευση του ρωσικού αερίου από την Ουκρανία και προσπαθεί να καθυστερήσει την υλοποίηση του Nord Stream 2 πέραν του 2019 και της λήξης της ισχύουσας ρωσοουκρανικής συμφωνίας διέλευσης φυσικού αερίου, έτσι ώστε να ασκηθεί πίεση στη Ρωσία να συνάψει νέα συμφωνία διέλευσης ε την Ουκρανία».

«Οι συντάκτες της έκθεσης», σημειώνει η πρεσβεία, «στηρίζουν τα συμπεράσματά τους σε πρόσφατη απάντηση της Επιτροπής (επιστολή Μαρτίου τρέχοντος έτους) σε ερώτημα Δανίας και Σουηδίας σχετικά με τις επιπτώσεις του σχεδίου του Nord Stream 2 στο δίκαιο της ΕΕ και την ενεργειακή ένωση». Σημειώνεται ότι ο αγωγός θα διέλθει από τα χωρικά ύδατα και την ΑΟΖ Σουηδίας και Δανίας.

Στην επιστολή – απάντηση της Επιτροπής αναφέρεται ότι «το επίμαχο έργο δεν εξυπηρετεί τους στόχους της ενεργειακής ένωσης, καθώς ενισχύει τον ρόλο της Ρωσίας ως βασικού προμηθευτή αερίου της ΕΕ». Επίσης, η Επιτροπή εκφράζει την άποψη ότι «η σημερινή κατάσταση της αγοράς δεν ευνοεί την κατασκευή αγωγών του μεγέθους του Nord Stream 2».

Παρουσιάζοντας την επιστολή στα μέσα ενημέρωσης, η εκπρόσωπος του οργάνου της ΕΕ, Anna Kaisa Itkonen, εξήγησε ότι «η Επιτροπή δεν υποστηρίζει το σχέδιο για πολιτικούς λόγους, αλλά δεν έχει τα νομικά μέσα για να το σταματήσει». Επιπλέον, στις 30/3, ομάδα ευρωβουλευτών ζήτησε, μέσω επιστολής προς τους προέδρους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τον άμεσο τερματισμό του σχεδίου.

Κατά τους συγγραφείς της έκθεσης του πολωνέζικου «think tank», «η Επιτροπή, αδυνατούσα να στηριχθεί στο δίκαιο της ΕΕ για να απορρίψει το έργο, φαίνεται να επιλέγει τη λύση της καθυστέρησης της υλοποίησής του, μη επιθυμώντας την όξυνση της διαφωνίας μεταξύ των κρατών μελών της Ενωσης επί του συγκεκριμένου ζητήματος».

Και «προστατευτισμός»

Την ίδια ώρα, μέσα στις δυσκολίες για οικονομική ανάκαμψη, και ενόσω σε διάφορα επιτελεία έχει ανοίξει ο προβληματισμός για το μέλλον της ΕΕ και του ευρώ, της πολυδιαφημισμένης τέτοιας διασύνδεσης των οικονομιών, και με στροφή τους σε μέτρα «προστατευτισμού» των εθνικών οικονομιών, η ελληνική πρεσβεία στη Βαρσοβία αναπαράγει εκτιμήσεις ότι «η πολωνική κυβέρνηση επιθυμεί να ανακτήσει τον έλεγχο στρατηγικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας» (μια συζήτηση που πιθανά να έχει την αντανάκλασή της και σε όσα δρομολογούνται εδώ για την τύχη της ΔΕΗ…)

«Αυτό φάνηκε όταν επιχειρήθηκε η πώληση πολωνικών περιουσιακών στοιχείων των γαλλικών EDF και Engie (εργοστάσια Rybnik και Polaniec) σε ξένες εταιρείες (αυστραλιανή IFM και τσεχική EPH), συναλλαγή την οποία εμπόδισε το πολωνικό Υπουργείο Ενέργειας. Για να εμποδίσει τη μεταβίβαση, το υπουργείο αξιοποίησε τη δυνατότητα που του παρέχει η νομοθεσία περί “επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας”, προκαλώντας την έντονη αντίδραση της EDF, που απείλησε να προσφύγει στα δικαστήρια».

«Επιθυμία της πολωνικής πλευράς είναι τα εργοστάσια να αναληφθούν από τις πολωνικές Enea, Energa, PGE και PGNiG» γράφει η αναφορά της πρεσβείας και συνεχίζει: «Σημειώνεται ότι τόσον ο κλάδος ενέργειας όσο και τα ανθρακωρυχεία ελέγχονται στην πλειονότητά τους από το πολωνικό Δημόσιο. Αν οι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας πωληθούν σε ξένους ιδιώτες, ενδεχομένως αυτοί να μην αγοράζουν πολωνικό άνθρακα (που ούτως ή άλλως δεν είναι φθηνότερος) για τη λειτουργία τους, επιβαρύνοντας περαιτέρω έναν ήδη προβληματικό κλάδο. Αν, πάλι, η κυβέρνηση επιλέξει να προστατεύσει τον εγχώριο κλάδο άνθρακα μέσω της παρεμπόδισης των επενδύσεων ξένων ενδιαφερομένων (να ανοίξουν νέα ορυχεία) οφείλει να μην υποτιμήσει τον κίνδυνο εξάντλησης των εκμεταλλεύσεων αποθεμάτων στο ορατό μέλλον, δεδομένου ότι οι εγχώριες εταιρείες άνθρακα αντιμετωπίζουν τεράστια οικονομικά προβλήματα και δεν διαθέτουν τους πόρους που απαιτούνται για τη δημιουργία νέων ορυχείων. Ολα αυτά υπό την πίεση που ασκείται από την ΕΕ στην Πολωνία, προκειμένου η τελευταία να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, που οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην αυξημένη εξάρτηση της χώρας από τον ρυπογόνο λιθάνθρακα». Αντιφάσεις και αδιέξοδα που ρίχνουν κι αυτά πρόσθετο νερό στο μύλο των ανταγωνισμών.

Διαφήμιση