Τα ιστορικά μνημεία της χώρα μας δεν είναι μόνο τα μάρμαρα και οι πέτρες, αλλά και οι σπόροι! Όσο παράξενο και αν ακούγεται οι μικροσκοπικοί σπόροι, αυτοί οι υποτιμημένοι φυσικοί πόροι που μας προσφέρουν τιςτοπικές ποικιλίες καλλιεργήσιμων φυτών και κινδυνεύουν να χαθούν στη σύγχρονη εποχή αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Δεν έχουν μόνο διατροφική χρησιμότητα, αλλά και ιστορική αξία, καθώς μεταφέρουν τη «σοφία» της φύσης.
του Ηλία Ντράλλου
Μια σοφία που προέκυψε μέσα από μια εξελικτική διαδικασία φυσικής επιλογής διάρκειας εκατομμυρίων ετών, προσφέροντας το σύνολο των γονιδίων, των βιολογικών ειδών, και των οικοσυστημάτων της χλωρίδας και πανίδας του πλανήτη, η γνωστή σε όλους μας βιοποικιλότητα, η πιο πολύτιμη κληρονομιά, που κάθε γενιά οφείλει να παραδώσει με σεβασμό στην επόμενη.
Όπως αναφέρθηκε από τους ομιλητές στηνεκδήλωση με θέμα τη Bιοποικιλότητα και τις ντόπιες ποικιλίες, που διοργάνωσε το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, σε συνεργασία με το Δήμο Αθηναίων και την Εναλλακτική Κοινότητα «Πελίτι», στο Μουσείο Ακρόπολης, βασικός κρίκος στην αλυσίδα της βιοποικιλότητας είναι οι ντόπιες ποικιλίες, ποικιλίες δηλαδή προσαρμοσμένες στις τοπικές συνθήκες και ταυτόχρονα καλλιέργειες άρρηκτα συνδεδεμένες με την επιβίωση και τον πολιτισμό των λαών, του λαού μας.
Όμως όλα αυτά ο άνθρωπος κινδυνεύει να τα καταστρέψει μέσα σε λίγες μόνο δεκαετίες, με την εντατικοποίηση και εκβιομηχάνιση των καλλιεργειών και την επικράτηση για οικονομικούς λόγους ποικιλιών μονοκαλλιεργειών μαζικής παραγωγής, τις οποίες οι αγρότες είναι ουσιαστικά «υποχρεωμένοι» από τη νομοθεσία να χρησιμοποιούν.
Οι ποικιλίες αυτές προοριζόντουσαν αρχικά για υψηλές αποδόσεις, σύντομα όμως παρουσίασαν πολλά προβλήματα: μεγάλες απαιτήσεις σε νερό και λίπασμα, και μεγάλη ευαισθησία σε παθογόνα, με συνέπεια να απαιτούν μεγάλες ποσότητες χημικών φυτοφαρμάκων. Σαν αποτέλεσμα τα προϊόντα που παράγονται έχουν μειωμένη διατροφική αξία και υψηλή περιεκτικότητα σε αλλεργιογόνες και τοξικές ουσίες. Η σημερινή κατάσταση ελλοχεύει σοβαρούς κινδύνους για το περιβάλλον, την κοινωνία και την οικονομία σε παγκόσμιο επίπεδο:
– Διατάραξη των οικοσυστημάτων και καταστροφή της βιοποικιλότητας με όλες τις άμεσες και έμμεσες επιδράσεις στην κλιματική αλλαγή- εξαφάνιση ντόπιων ποικιλιών.
– Εξάρτηση της γεωργίας όλου του πλανήτη από μερικές πολυεθνικές που σήμερα προμηθεύουν τους σπόρους των φυτών ενώ διαφαίνεται ο κίνδυνος σύντομα να ελέγχουν το παγκόσμιο κύκλωμα του εμπορίου τροφίμων.
Οι τοπικές βιοποικιλότητες
Η βιοποικιλότητα πολλές φορές θεωρείται αφηρημένη και αμφιλεγόμενη έννοια της οικολογίας, όμως στην ουσία της είναι απόλυτα απλή και σαφής: βιοποικιλότητα είναι η ίδια η ζωή, κι έχουμε την υποχρέωση να διαφυλάξουμε την πληθώρα και την πολυμορφία της. Όσο μεγαλύτερη ποικιλία οργανισμών φροντίζουμε να υπάρχει στον πλανήτη, τόσο προστατεύουμε την ίδια τη ζωή.
Όμως, ο εντατικός ρυθμός εκμετάλλευσης της φύσης από τον άνθρωπο, με όλες τις συνέπειες που επιφέρει – υποβάθμιση των οικοσυστημάτων, ρύπανση, ερημοποίηση των εδαφών, κλιματική αλλαγή, υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων και εξάπλωση ξενικών ειδών – αποτελεί σοβαρή απειλή για τη βιοποικιλότητα.
Όσο συνεχίζουν να εξαφανίζονται οι τοπικές ποικιλίες καλλιεργήσιμων φυτών, τόσο λιγοστεύουν οι επιλογές μας, και τόσο περισσότερο απειλείται όχι μόνο η βιοποικιλότητα, αλλά η ίδια η ελευθερία μας, αφού θα κινδυνεύσουμε να είμαστε διατροφικά εξαρτημένοι.
Η ελευθερία των σπόρων, λοιπόν, αποτελεί διακύβευμα υψίστης σημασίας. Οι μεταλλαγμένοι σπόροι όχι μόνο δε λύνουν το πρόβλημα της πείνας και της φτώχειας, αλλά δημιουργούν προβλήματα στη φύση και την ίδια μας την υγεία. Οδηγούν στο ξερίζωμα των αγροτικών κοινοτήτων και απειλούν τα συλλογικά αγαθά, αφήνοντάς μας διατροφικά εξαρτημένους. Γι’ αυτό και είναι επιτακτική ανάγκη να υπερασπιστούμε την αυτονομία της διατροφής και τις τοπικές διατροφικές κουλτούρες.
Ειδικά στην Ελλάδα, μια χώρα προικισμένη με ιδιαίτερη βιολογική κληρονομιά, με 419 περιοχές Natura που καταλαμβάνουν το 30% της χερσαίας και θαλάσσιας έκτασής της, η ανάγκη προστασίας της βιοποικιλότητας είναι άμεση και επιτακτική.
Οι περιοχές προστασίας και Περιοχές του ΔικτύουNatura 2000 περιλαμβάνουν
Είδη: χλωρίδας 5.855, Ενδημικά 913 (15,59%), πανίδας 23.130, Ενδημικά 3.956 (17,10%) και Θαλάσσια πανίδα 3.500.
Ζούμε σε μια χώρα που παράγει προϊόντα εξαιρετικής ποιότητας, που ορισμένοι ντόπιοι καλλιεργητές κατάφεραν να διατηρήσουν, σε πολλές περιπτώσεις, από την αρχαιότητα έως σήμερα: ζέα, σιτάρι, κριθάρι, φακές, ρεβύθια, λούπινα, φάβα, ποικιλίες σταφυλιών και ελιάς, αλλά και «ξενόφερτα» ήδη που προσαρμόστηκαν στην ελληνική γη και γέννησαν νέες ποικιλίες, αιώνες πριν.
Το παράδειγμα της Σαντορίνης
Στη Σαντορίνη, η γη είναι άνυδρη και ανεμοδαρμένη, δημιούργημα των σεισμικών δονήσεων και των αλλεπάλληλων ηφαιστειακών εκρήξεων. Τόπος συναρπαστικός, με άγριες ομορφιές και απόκρημνες πλαγιές.
Σε αυτόν τον τόπο έφθασε το αμπέλι λίγο πριν το 2.000 π.Χ. και επέλεξε να εγκατασταθεί μόνιμα. Μερικά από τα «παιδιά» του, το Ασύρτικο, το Αιδάνι, το Αθήρι, η Μαντηλαριά, το Βουδόματο, το Μαυροτράγανο και 30 άλλες ποικιλίες βρήκαν στις απόκρημνες ηφαιστειακές πλαγιές του νησιού, το πιο φιλόξενο περιβάλλον, ενώ στα χέρια των Σαντορινιών κλαδευτάδων βρήκαν τον πιο στοργικό τρόπο «μόρφωσής» του, αγκαλιά με την μάνα γη.
Η αμπελοκαλλιέργεια αποτέλεσε έκτοτε την κύρια γεωργική δραστηριότητα των κατοίκων της Σαντορίνης και μέσω της εμπορίας του κρασιού, αναπτύχθηκαν η ναυτιλία, η ναυπηγική και το εμπόριο. Όλα αυτά μέχρι την Οκτωβριανή Επανάσταση, εποχή που κλείνουν οι εκκλησίες και τα λιμάνια στη ρώσικη επικράτεια.
Η Σαντορινιά οινοπαραγωγή του Βινσάντο, που έβρισκε διέξοδο στα Δισκοπότηρα των Ορθόδοξων Ρωσικών Εκκλησιών, δέχθηκε ένα τεράστιο πλήγμα, ενώ μαζί της χάθηκε και η παροικία των Σαντορινιών εμπόρων που είχε εγκατασταθεί στα λιμάνια της Οδησσού και του Τανγκαρόγκ.
Η παγκόσμια οικονομική συγκυρία, δεν επέτρεψε στις αγορές της εποχής όπως ήταν η Μασσαλία, να απορροφήσει όλη την παραγωγή της Σαντορίνης. Έτσι λοιπόν μετά από αιώνες μια νέα καλλιέργεια αυτή της μικρόκαρπης τομάτας, που μόλις πριν μερικά χρόνια είχε κάνει την εμφάνισή της στο νησί, πήρε τα πρωτεία στην καλλιέργεια.
Για πρώτη φορά στην ιστορία του νησιού, εκριζώνονται αμπέλια και φυτεύονται με τοματάκι Σαντορίνης. Τα άριστα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του, έχουν καταστήσει το προϊόν πολύ δημοφιλές στις αγορές.
Από την χωρική παρασκευή του πελτέ, γρήγορα μεταβαίνουμε στην βιομηχανική, αφού κατασκευάζονται εννέα μεγάλα εργοστάσια παρασκευής τοματοπολτού τα επόμενα σαράντα χρόνια.
Η αλλαγές στις καλλιέργειες
Ο Σαντορινιός αγρότης προκειμένου να ανταπεξέλθει στις πολύ μικρές τιμές που απολαμβάνουν τα σταφύλια, καταφέρνει να αυξήσει το αγροτικό του εισόδημα από τους αμπελώνες, με την συγκαλλιέργεια της φάβας.
Η φάβα, ένα γηγενές είδος λαθουριού το Lathyrus clymenum, καλλιεργείται συστηματικά και αποτελεί βασικό είδος διατροφής στη Σαντορίνη πριν από την Μινωική έκρηξη του Ηφαιστείου, σύμφωνα με τα ευρήματα των αρχαιολόγων.
Από την συγκαλλιέργεια της φάβας με το αμπέλι, ο Σαντορινιός αγρότης καταφέρνει, αφ’ ενός να αυξήσει το εισόδημά του κατά 80%, αφ’ ετέρου να παράγει και εισάγει στην αγορά ένα μοναδικό προϊόν που γρήγορα γίνεται περιζήτητο, χάριν της υψηλής διαιτητικής του αξίας και της μοναδικής γεύσης του.
Σε αυτούς τους ρυθμούς κινήθηκε ο πρωτογενής τομέας στη Σαντορίνη μέχρι το 1956, την εποχή του μεγάλου σεισμού, που κατέστρεψε τις υποδομές και άρχισε το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα των κατοίκων προς τα αστικά κέντρα και ερήμωσε το νησί.
Την ίδια εποχή ξεκινούσαν στην υπόλοιπη Ελλάδα, οι αρδεύσεις, οι χημικές λιπάνσεις και η χρήση φυτοπροστατευτικών σκευασμάτων με έμφαση στην ποσοτική παραγωγή και δευτερευόντως στην ποιότητα.
Σε αυτές τις νέες συνθήκες, οι μικρές παραγωγές της Σαντορινιάς γης φαίνεται ότι δεν είχαν καμία τύχη, αφού δεν μπορούσαν πια να στηρίξουν με κανένα τρόπο το εισόδημα του παραγωγού.
Οι παραδοσιακές κάναβες κλείνουν η μία μετά την άλλη. Τα εννέα εργοστάσια τοματοπολτού, κλείνουν το ένα μετά το άλλο και λειτουργούν μόνο τα Συνεταιριστικά εργοστάσια, της Ένωσης Συν/σμων Θηραϊκών Προϊόντων, για να διασώσουν το γενετικό υλικό και τον σπάνιο ποικιλιακό πλούτο.
Η εποχή του τουρισμού
Παράλληλα ο τουρισμός που ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του 70, υποσχόμενος το εύκολο, γρήγορο και κυρίως ξεκούραστο κέρδος, φάνηκε να λειτουργεί πλήρως ανταγωνιστικά προς την γεωργία, αφού απορρόφησε όλο το ανθρώπινο δυναμικό. Η ραγδαία και αλόγιστη ανάπτυξη της τουριστικής βιομηχανίας στη Σαντορίνη, δυστυχώς δεν ήταν χωρίς κόστος.
– Το πρώτο πλήγμα το δέχθηκε το περιβάλλον. Με την αλόγιστη δόμηση το φυσικό και αγροτικό τοπίο της Σαντορίνης, ο αρχαιότερος αμπελώνας του κόσμου, δέχθηκε ανεπανόρθωτο πλήγμα.
– Η γη μένει χέρσα και χάνονται οι παραδοσιακές κοινωνικές ομάδες.
– Ψευτίζει το ντόπιο λαογραφικό στοιχείο και υποβαθμίζεται το πολιτιστικό επίπεδο του νησιού.
– Για πολλά χρόνια ελάχιστα παιδιά εισάγονταν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ελκυόμενα από το ROOMS TO LET, που υποσχόταν άνετη και ξεκούραστη επιβίωση.
Στην πορεία του χρόνου ήρθαν οι μεταπτώσεις στον τουρισμό και μαζί κόντυναν οι προσδοκίες μαζί ήρθαν η αβεβαιότητα, η ανησυχία και η αναζήτηση.
Η αποκατάσταση της τοπικής ποικιλίας
Με πρωτοβουλία τηςΈνωσης Συνεταιρισμών Θηραϊκών Προϊόντων,τέθηκαν οι βάσεις για έναν στρατηγικό σχεδιασμό, με αρχές οι οποίες στηρίχτηκαν στηδιάσωση και αξιοποίηση του ντόπιου γενετικού υλικού, στο σεβασμό της παραδοσιακής τεχνικής, στην ενίσχυση της Ιδιαιτερότητας και της Μοναδικότητας, στην έμφαση στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα, καθώς και στη συνεργασία με τα Ερευνητικά και Επιστημονικά Ιδρύματα. Το αποτέλεσμα;
Στα 75.000 στρέμματα της συνολικής επιφάνειας της Σαντορίνης καλλιεργούνται σήμερα:
– 13.000 στρέμματα αμπελώνων, όπου διασώζονται περίπου 30 σπάνιες γηγενείς Ελληνικές ποικιλίες αμπέλου.
– 2.000 στρέμματα σιτηρών (κυρίως κριθάρι).
– 2.500 στρέμματα φάβας Σαντορίνης . (Υπερδιπλασιασμός στρεμμάτων την
τελευταία τριετία)
– 1.500 στρέμματα κηπευτικών, μεταξύ των οποίων το τοματάκι, την άσπρη μελιτζάνα, το στρογγυλό κολοκύθι, το κατσούνι και αρκετά άλλα.
Σήμερα, το βασικό αίτημα προς την Πολιτεία είναι να στηρίξει το πλούσιο ποικιλιακό πλούτο του τόπου μας, να προάγει τις μεθόδους ιχνηλασιμότητά τους, ώστε να διασφαλιστεί η διατήρηση και συνέχιση της παραμελημένης πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Στοιχεία για τη Σαντορίνη αντλήθηκαν από την εισήγηση του προέδρου τηςΈνωσης Συν/σμων Θηραϊκών Προϊόντων και ΓεωπόνοΜάρκος Καφούρο