Αρχική Ειδήσεις Κόκκινος ήχος

Κόκκινος ήχος

0
Διαφήμιση

Μέσα σ’ έναν κακοφωτισμένο παράδρομο λίγο πιο πάνω από την Πλατεία στο Μοναστηράκι, στέκομαι κάτω από τις ντισκομπάλες που κρέμονται πάνω από τις εισόδους και μία σκέψη μόνο περνάει απ’ το μυαλό μου: «Τι δουλειά έχω εγώ ο φρεσκοξυρισμένος μέσα στους μουσάτους;».

 του Αλέξανδρου Τσαντίλα

Μία ματιά τριγύρω με κάνει να νιώσω σαν τη μύγα μέσα στο γάλα. Τα μούσια και τα καρό πουκάμισα έχουν την τιμητική τους. Μου έρχεται στο νου κάτι που είχα διαβάσει παλιότερα: Ότι το φρεσκοξυρισμένο δέρμα του προσώπου αποτελεί το όριο μεταξύ του κόσμου και του ατόμου, ότι το ξύρισμα επιβεβαιώνει την επαφή με τον κόσμο, ενώ το μούσι την συσκοτίζει, αποκρύπτει την ταυτότητα. Κατέληγε ωστόσο στ’ ότι οι μουσάτοι δεν κρύβονται πίσω από το μούσι, αλλά αφήνουν την σχέση τους με τον υπόλοιπο κόσμο σε αβεβαιότητα.

Δεν ξέρω αν στον συλλογισμό αυτό παίζει κάποιο ρόλο τ’ ότι η πλειοψηφία όλων αυτών που περιμένει μαζί μ’ εμένα έξω απ’ το Six D.o.g.s. για να ξεκινήσει το λάιβ των Audiobreed με τους Super Pumaέχουν κοντά μαλλιά, παρά τα γένια. Ή τ’ ότι τα περισσότερα γένια που βλέπω έχουν συγκεκριμένο μήκος και είναι ως επί το πλείστον περιποιημένα και καλοσχηματισμένα. Ίσως οφείλεται στ’ ότι ακόμη και το ατημέλητο στιλ έχει πλέον σχετικοποιηθεί. Ή ότι εγώ απλά δεν κατάλαβα τον συλλογισμό εξαρχής.

Είναι πάντα ωραία η αναμονή της συναυλίας. Πρώτης τάξεως ευκαιρία για ψευτοφιλοσοφικούς και κοινωνιολογίζοντες συλλογισμούς. Ισάξια με την διαδρομή του τελευταίου λεωφορείου ή του τελευταίου συρμού. Χωρίς ακουστικά, χωρίς να παίζεις στο τηλέφωνο σου, χωρίς να αποκόπτεσαι ή να αποστασιοποιήσει τεχνητά από το περιβάλλον. Και η αναμονή της συναυλίας έχει ένα επιπλέον ατού: Μπορείς να καπνίσεις. Ή να μασουλήσεις ξηροκάρπια κόβοντας (διακριτικά πάντα) φάτσες. Μέρος της ιεροτελεστίας κι αυτό. Ο αχός απ’ τις καθόδους προς την Αθηνάς ακούγεται αλλά δεν ακουμπάει. Πέρα από τους πάγκους, τις ντισκομπάλες, και τις βιτρίνες του Six D.o.g.s. σκοτάδι. Ξεχωρίζεις μορφές, όχι πρόσωπα. Πηγαδάκια καθισμένα κι όρθια. Δέκα παρά κάτι και ακούω τον τραγουδιστή των Super Puma να χαιρετάει όσους ήρθαν απόψε, σημάδι του ότι αρκετά το φιλοσοφήσαμε για σήμερα.

Το gig space δεν το λες και μεγάλο. Γεμίζει σχετικά εύκολα, αλλά τουλάχιστον οι χώροι αριστερά και δεξιά από αυτό σου επιτρέπουν να δεις τη συναυλία χωρίς να χρειάζεσαι να στριμώχνεσαι. Στήνομαι στις πρώτες σειρές ∙ ή δεν έχουν μπει ακόμη όλοι μέσα, ή η προσέλευση μέχρι εδώ πάει απόψε, οι υπόλοιποι χάσατε, την επόμενη φορά. Άνετα.

Έχω να δω τους Super Puma από τον Φλεβάρη ή Μάρτη. Δεν τους θυμάμαι σχεδόν καθόλου – ή, καλύτερα, θυμάμαι ένα μείγμα γκαραζορόκ, πανκ, με διάφορα νιού γουέιβ στοιχεία. Το line-upτης τότε εμφάνισης με απέτρεψε απ’ το να δώσω περαιτέρω σημασία. Μέγα λάθος και άδικο. Το κέφι και η ενέργεια τους απόψε είναι μεταδοτικά. Πολλά γκάζια, άψογο στήσιμο, επικοινωνιακοί και – πολύ σημαντικό – με πολύ καλύτερο ήχο απ’ ότι τους θυμάμαι. Χτυπιούνται, χοροπηδάνε, χορεύουν παίζοντας κομμάτια από τον δίσκο τους με τίτλο Big Cats On The Prowl, αλλά και ένα καινούργιο κομμάτι που όπου να’ ναι θα κυκλοφορήσει σε split 7’’ με τους Universe 217. Με μία λέξη: Πειστικότατοι. Κάτι που, ειδικά τώρα με τον χαμό που γίνεται από μπάντες, δεν είναι καθόλου μα καθόλου εύκολο. Κλείσανε με μία διασκευή του Ain’t It A Shame από Leadbelly, ανεβάζοντας μαζί τους στη σκηνή και έξτρα μέλος για φυσαρμόνικα, και, για να το πω ευπρεπώς, τα διαλύσανε όλα.

Είπα πριν, μέγα λάθος και άδικο που τους αγνόησα. Πάντα τέτοια και καλύτερα.

Την σκυτάλη πήραν οι Audiobreed. Μόλις κυκλοφορήσανε τον πρώτο τους δίσκο “All Shades of Colour, But Only Red I See”, και το gig space κοκκίνισε. Ίσως έκανα λάθος για την προσέλευση, τώρα είναι περισσότεροι. Μπροστά απ’ τη σκηνή ο κόσμος έχει πυκνώσει. Ο ήχος της κιθάρας γίνεται τώρα πιο μουντός, η μουσική βαραίνει, το ίδιο και η ατμόσφαιρα. Χωρίς πολλά λόγια, η μπάντα ξεκινάει να παίζει τα κομμάτια της, που στα δικά μου αυτιά θυμίζουν σε σημεία μια πιο stoner εκδοχή των Rage Against The Machine– και δεν το λέω ως κάτι κακό. Κάποια μικροπροβλήματα ως προς τον ήχο, αλλά και ένα φαινομενικό άγχος της μπάντας, ξεπερνιούνται γρήγορα. Η μουσική κοφτή, ρυθμική και βαριά – μπροστά απ’ τη σκηνή το κοινό τα δίνει όλα. Η μπάντα, επάνω στη σκηνή, το ίδιο. Προς τα τελευταία κομμάτια της εμφάνισης – μεταξύ αυτών και διασκευή Fu Manchu − οι Audiobreed αποκτούν και δεύτερο κιθαρίστα, τα γκάζια αυξάνονται, και το λάιβ κλείνει πανηγυρικά – αν και κάπως απότομα. Η ώρα είναι μόλις δώδεκα παρά εικοσιπέντε. Καλή τους επιτυχία και ότι καλύτερο για τον δίσκο.

Η φιλοσοφίζουσα διάθεση με ξαναπιάνει βλέποντας τον κόσμο να βγαίνει. Παρ’ όλα αυτά, η ματαιότητα κάθε περαιτέρω συλλογισμού γίνεται αντιληπτή με το που παραγγέλνω μία ακόμα μπύρα. Η βραδιά ήταν, είναι καλή. Αποφασίζω να κρατήσω και κάτι για την επιστροφή με τον ηλεκτρικό, και αφήνω τον αχό του Παρασκευόβραδου να καλύψει όσες σκόρπιες σκέψεις κοιτάνε αριστερά-δεξιά για να διαλέξουν μεριά του δρόμου.

Διαφήμιση