Αρχική Ειδήσεις Η Μάχη για το Νερό: όταν ένα ζωτικό φυσικό αγαθό, γίνεται αντικείμενο...

Η Μάχη για το Νερό: όταν ένα ζωτικό φυσικό αγαθό, γίνεται αντικείμενο κερδοσκοπίας

0
Διαφήμιση

Η «Οδύσσεια» του νερού ξεκίνησε, όταν έγινε αντιληπτό ότι δεν πρόκειται για ένα ανεξάντλητο αγαθό και επομένως ο τρόπος διαχείρισής του θα έπρεπε να αλλάξει. Όμως  η διαπίστωση αυτή κατέστησε το νερό «προϊόν» με δυναμική κέρδους για τους διαχειριστές του. Αυτό, από μόνο του, ήταν αρκετό ώστε να πυροδοτήσει έναν «πόλεμο»,  που…μπορεί έως τώρα να μας απασχολούσε ως μια  μακρινή απειλή, έφτασε  όμως πλέον και στο «σπίτι μας», με τις σχεδιαζόμενες ιδιωτικοποιήσεις των φορέων διαχείρισης του νερού στη χώρα μας (ΕΥΑΘ και ΕΥΔΑΠ).

Της Έρης Δρίβα

Επί δεκαετίες διάφορα εναλλακτικά μοντέλα διαχείρισης έκαναν την εμφάνισή τους, δοκιμάστηκαν και απέτυχαν ή εξελίχθηκαν. Σε κάθε περίπτωση η επιτυχία τους ή η αποτυχία τους κρίθηκε όχι μόνο από οικονομικούς λόγους αλλά κυρίως από ανθρωπιστικούς.

Τα μοντέλα διαχείρισης ποικίλουν, και παρότι στην Ελλάδα, η ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης του νερού έχει δρομολογηθεί, στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν είναι παρά ένα ξεπερασμένο μοντέλο ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’90.

Το νερό ως δημόσιος πόρος δεν έχει ιδιοκτήτη. Χρειάζεται, όμως, διαχειριστικός φορέας, που θα σχεδιάσει, θα υλοποιήσει και θα εγγυηθεί  μια ολοκληρωμένη διαδικασία διαχείρισης και διάθεσης του νερού από την πηγή στην κατανάλωση, παράλληλα με τη συλλογή και επεξεργασία των υγρών αποβλήτων, προτού αυτά επιστρέψουν και πάλι πίσω στο περιβάλλον.

Όταν οι πολυεθνικές ανέλαβαν δράση

Το ιδιωτικό μοντέλο, που αφορά κυρίως πολυεθνικές εταιρείες ή θυγατρικές τους, εμφανίστηκε στο προσκήνιο στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Τη δεκαετία του ’90 το μοντέλο αυτό προωθήθηκε σε μεγάλο βαθμό από χρηματοδοτικούς οργανισμούς όπως την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, θέτοντας τις ιδιωτικοποιήσεις ως προϋπόθεση για την χρηματοδότηση έργων σε σχέση με την ύδρευση και την αποχέτευση.

Ωστόσο, η εξέλιξη των ιδιωτικοποιήσεων δεν ήταν η αναμενόμενη και από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 η τάση αυτή άρχισε να υποχωρεί. Οι βασικοί λόγοι ήταν τρεις:

  1. Μια ιδιωτικοποίηση έχει εξορισμού συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, με βασική επιδίωξη  το κέρδος. Οι πολυεθνικές εταιρείες δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν αποδεκτές αποδόσεις για τους μετόχους τους.
  2.  Eπιπλέον, υπήρξε έντονη κοινωνική και πολιτική αντίδραση στις ιδιωτικοποιήσεις, τόσο στις αναπτυσσόμενες, όσο και στις ανεπτυγμένες χώρες.
  3. Τέλος, η αδυναμία των εταιρειών να ανταποκριθούν στις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί, αλλά και στις υποχρεώσεις τους, όπως αυτές ήταν καταγεγραμμένες στα συμβάσεις τους , κυρίως σε ότι αφορά τις αναμενόμενες επενδύσεις.

Σήμερα και ενώ στη χώρα μας  η ιδιωτικοποίηση προβάλλεται  ως «μονόδρομος» σε ένα πλαίσιο ανάπτυξης, αναδιάρθρωσης και εξοικονόμησης χρημάτων , την ίδια στιγμή  εκπρόσωποι της Παγκόσμιας Τράπεζας έχουν αναγνωρίσει ότι η ιδιωτικοποίηση του νερού δεν εξασφαλίζει απαραίτητα τους επιδιωκόμενους στόχους.

Η διεθνής οργάνωση CAI(CorporateAccountabilityInternational), η οποία ελέγχει την εταιρική υπευθυνότητα των μεγάλων πολυεθνικών και εκπροσωπεί την διεθνή συμμαχία των ακτιβιστών για το νερό, απαρίθμησε τα προβλήματα της ιδιωτικοποίησης, ως εξής:

  1.  Η ιδιωτικοποίηση οδηγεί σε αύξηση κόστους του νερού, καθώς οι εταιρείες αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα έξοδα συγκριτικά με εκείνα ενός δήμου ή μιας κοινότητας. Οφείλουν να πληρώνουν φόρους εισοδήματος εταιρειών και μερίσματα μετόχων.
  2. Συχνά, οι απόπειρες βελτίωσης και του πόσιμου νερού αποτυγχάνουν και χάνονται σημαντικά κονδύλια άνευ λόγου.
  3. Προκύπτει σύγκρουση συμφερόντων όταν ο Διεθνής Οργανισμός Χρηματοδότησης (φορέας της Παγκόσμιας Τράπεζας) συμβουλεύει τις κυβερνήσεις να εκποιήσουν το δημόσιο νερό και στη συνέχεια επιχορηγεί ιδιωτικές εταιρείες
  4. Η δημόσια ευθύνη περιορίζεται όταν το νερό διανέμεται και πωλείται έξω από τα σύνορα μέσω ιδιωτικών εταιρειών.

Απ’ την πλευρά του πάντως, οΔιεθνής Οργανισμός Χρηματοδότησης ισχυρίστηκε ότι δεν επιλέγει τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το δημόσιο ή τον ιδιωτικό. Προσπαθεί απλά να υποστηρίξει οικονομικά τις πιο αποτελεσματικές εγκαταστάσεις.

Σύμπραξη Δημόσιου και Ιδιωτικού τομέα

Τα τελευταία χρόνια, και κυρίως μετά την αποτυχία των ιδιωτικοποιήσεων σε διάφορες αναπτυσσόμενες χώρες, το μοντέλο που φαίνεται να επιδιώκουν οι πολυεθνικές εταιρείες είναι εκείνο της Σύμπραξης Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ). Πρόκειται για συμβόλαια μακροχρόνιας συνήθως συνεργασίας μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων.

Αφορά κατά βάση συμφωνίες παραχώρησης προς   ιδιωτικές εταιρείες, οι οποίες  αναλαμβάνουν τη λειτουργία, συντήρηση και διοίκηση των υποδομών, όπως είναι οι Εγκαταστάσεις Επεξεργασίας Λυμάτων ή τα δίκτυα ύδρευσης/ αποχέτευσης.

Βασικό «προτέρημα» του μοντέλου αυτού είναι ότι κανένας από τους συμπράττοντες οργανισμούς δεν έχει ως στόχο το άμεσο ή έμμεσο κέρδος, και άρα δεν υπάρχουν συμβόλαιο, ρήτρες και διαπραγματεύσεις. Η πρακτική αυτή φαίνεται να κερδίζει ολοένα έδαφος. Το 2010 η Ευρωπαϊκή Ένωση διέθεσε 40 εκ. ευρώ της αναπτυξιακής χρηματοδότησης στο πλαίσιο της συμφωνίας της Ε.Ε. με χώρες της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού για το Νερό, με στόχο την στήριξη έργων σύμπραξης μεταξύ δημόσιων φορέων για το νερό.

Φυσικά, το μοντέλο αυτό έχει τις «ευλογίες» της Παγκόσμιας Τράπεζας. Όπως αναφέρει σε πρόσφατο δημοσίευμά του ο  Guardian, έρευνα που διεξήχθη από την Παγκόσμια Τράπεζα σχετικά με τη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα καταλήγει στο ότι, ενώ η ιδιωτικοποίηση του νερού απαιτεί πολιτικά ρίσκα και το αποτέλεσμα αυτής παρουσιάζεται αρκετά αβέβαιο, διαδραματίζει έναν αξιόλογο ρόλο στο να βοηθήσει τον δημόσιο τομέα να αντιληφθεί τον ανταγωνισμό και να βελτιώσει τις αντιδράσεις του και να μειώσει την γραφειοκρατία.

Στο ίδιο ρεπορτάζ αναφέρεται ότι, τον Ιούνιο, ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, Jim Yong Kim, απαντώντας στις ανησυχίες των κοινωνικών φορέων, δήλωσε ότι ήταν πρόθυμος να εξετάσει τυχόν προβλήματα που έχουν προκύψει από τις ιδιωτικοποιήσεις νερού στις οποίες έχει συμμετάσχει η Τράπεζα. «Δε θεωρούμε ότι η δουλειά μας ευνοεί την ιδιωτικοποίηση», είπε συγκεκριμένα.

 «Ούτε ο δημόσιος αλλά ούτε ο ιδιωτικός τομέας μπορούν να διασφαλίσουν ο καθένας μόνος του την επαρκή πρόσβαση στο νερό για όλο τον κόσμο. Και οι δύο τομείς πρέπει να ανταλλάξουν στοιχεία και χαρακτηριστικά, να μάθει ο ένας από τον άλλον», δήλωσε ο Kim.

Σημειώνεται ότι, το 2011, η Παγκόσμια Τράπεζα επένδυσε 4 δις δολάρια στο δημόσιο τομέα και στη βελτίωση του πόσιμου νερού. Ποσό αρκετά μεγάλο σε σύγκριση με τα 96 εκατομμύρια δολάρια που επένδυσε ο Διεθνής Οργανισμός Χρηματοδότησης στον ιδιωτικό τομέα. Εκπρόσωποι του οργανισμού δήλωσαν ότι εκείνη τη χρονιά διέθεσαν περίπου το 7% των συνολικών τους χρημάτων στην επένδυση για το νερό.

Το μοντέλο που κυριαρχεί

Πάντως, οι εξελίξεις στον τομέα διαχείρισης του νερού διαμορφώθηκαν στην Ευρώπη, κυρίως μετά την «παρέμβαση» των πολιτών και της κακής εμπειρίας των ιδιωτικοποιήσεων.

Έτσι, το μοντέλο που φαίνεται να κυριαρχεί σήμερα είναι το δημόσιο/ δημοτικό. Η τάση αυτή ενισχύεται έπειτα από την επαναδημοτικοποίηση των υπηρεσιών που διαχειρίζονταν ιδιωτικές εταιρείες, κυρίως μετά τη λήξη των συμβολαίων, όπως έγινε στην Γαλλία ( Παρίσι)  αλλά και νωρίτερα, όπως στην περίπτωση του Βερολίνου.

Το… ελληνικό μοντέλο διαχείρισης

Πάντως, η διαχείριση του νερού στη χώρα μας όπως και η προσπάθεια ευαισθητοποίησης των πολιτών για τη αξία του φυσικού και όχι ανεξάντλητου αυτού πόρου, κινούνται σε εντελώς διαφορετικό επίπεδο με την παγκόσμια κοινότητα.

Στην Ελλάδα, η διαχείριση των υδάτων γίνεται από τις ΔΕΥΑ (Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης- Αποχέτευσης) και τους Δήμους (142 ΔΕΥΑ ή υπηρεσίες εντός των Δήμων που καλύπτουν το 40% και 5% αντίστοιχα).

Στα δυο μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα, Αθήνα και Θεσσαλονίκη, η διαχείριση γίνεται από επιχειρήσεις εισηγμένες στο χρηματιστήριο, όπου το κράτος είναι ο βασικός μέτοχος και καλύπτουν το 55% του πληθυσμού.

Τα βασικά χαρακτηριστικά του «ελληνικού» μοντέλου διαχείρισης είναι η έλλειψη ορθολογικού και κεντρικού σχεδιασμού. Σε μεγάλο βαθμό είναι ευθύνη της κεντρικής εξουσίας η δημιουργία του φορέα εκείνου που θα εκπονήσει ένα εθνικό σχέδιο διαχείρισης των υδάτων, το οποίο θα εξειδικεύεται σε κάθε υδατικό διαμέρισμα ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες και ταυτόχρονα θα ελέγχει την εφαρμογή του.

Με εξαίρεση τις ημερίδες διαβούλευσης για τα Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής, που διοργάνωσε κεντρικά η Ειδική Γραμματεία Υδάτων, δεν έχουν θεσμοθετηθεί διαδικασίες συμμετοχής των πολιτών/ χρηστών στη διαχείριση και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Η επικοινωνία των φορέων διαχείρισης με τους πολίτες/ χρήστες περιορίζεται σε αποσπασματικές δράσεις ενημέρωσης, με εξαίρεση ελάχιστες περιπτώσεις που εφαρμόζουν προγράμματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης.

Είναι πολύ πιθανό, όλος αυτός ο προβληματισμός της παγκόσμιας κοινότητας για τον τρόπο διαχείρισης του νερού και οι λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στο κέρδος, την αποτελεσματικότητα και την ανθρωπιστική διάσταση του θέματος να αποτελούν «ψιλά γράμματα» για την πλειοψηφία των Ελλήνων.

Ωστόσο, το θέμα βρίσκεται ήδη μπροστά μας, ακόμα κι αν εμείς επιμείνουμε να το αγνοούμε.

 

 

Για το ρεπορτάζ αξιοποιήθηκαν πληροφορίες από την έκδοση «Οδηγός Καλών Πρακτικών» του Δικτύου Μεσόγειος SOS 

Αύριο: 5 «ηχηρά» παραδείγματα αποτυχημένων ιδιωτικοποιήσεων

Διαφήμιση