Αρχική Ειδήσεις Εν Θησείω, εσπέραν δεκάτης εβδόμης Αυγούστου…

Εν Θησείω, εσπέραν δεκάτης εβδόμης Αυγούστου…

0
Διαφήμιση

– Πόσο το’ χεις αυτό;

– Οχτώ.

– Πολλά είναι. Δεν έχει ρόδες. Αυτό εδώ;

– Οχτώ.

– Κάν’ το έξι. Τρεις ρόδες έχει, δύο ευρώ η ρόδα. Αυτό εδώ, πόσο;

του Αλέξανδρου Τσαντίλα

Ο μικροπωλητής φαίνεται ψύχραιμος, αλλά το παλικάρι, όσο φτιαγμένο και να’ ναι, έχει απόλυτο δίκιο. Οκτώ ευρώ για αυτοκινητάκια, και διαλυμένα κιόλας, είναι πολλά.

Τα ρούχα του δεν είναι βρώμικα. Η ομιλία και η στάση του δεν δείχνουν μεθύσι. Τα χέρια του, απ’ όσο μπορώ να δω στο σκοτάδι της Αδριανού, δεν έχουν σημάδια.  Είμαι σχεδόν πεπεισμένος ότι αν ψάχνει να βουτήξει κάτι και να την κάνει τρέχοντας, τότε δεν θα το κάνει για μεταπώληση. Μπορεί τα αυτοκινητάκια να είναι αναλαμπή παιδικής νοσταλγίας, σαν λάμπα θυέλλης στην αντάρα του εθισμού. Είναι ένας φωτογράφος που καταγράφει τη ζωή των εθισμένων σε μια περιοχή της Νέας Υόρκης. Οι φωτογραφίες και οι διηγήσεις που τις συνοδεύουν είναι γεμάτες τέτοια περιστατικά. Απόδειξη μιας κατατσακισμένης, αλλά επίμονης ανθρωπιάς.

Ή απλά πολύς κόσμος βολεύεται μ’ αυτή την αφήγηση. Μπορεί κι εγώ. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχει μία ορολογία γι’ αυτό, αλλά μου διαφεύγει τώρα.

Για Σάββατο βράδυ, το Θησείο το λες και άδειο. Κατεβαίνοντας απ’ το Μοναστηράκι, τα μαγαζιά είναι γεμάτα · κάθε εστιατόριο και μουσικό σχήμα. Ας συνεννοηθούν να παίζουν όλα τα ίδια κομμάτια, έτσι κι αλλιώς δεν ξεχωρίζει ποιος παίζει τι  και που · ο πεζόδρομος είναι σαν ένα τεράστιο ραδιόφωνο όπου αναποφάσιστοι ακροατές παίζουν με τις συχνότητες · η βοή από τους διερχόμενους και απ’ τα τραπέζια, σαν παράσιτα. Περισσότερο BBCπαρά Deutsche Welle. Και μπόλικα ελληνικά FM για την περίοδο.

Έξω και τριγύρω απ’ το Ωδείο Ατενέουμ, σκέτη εκκλησία. Μια κοπέλα στην είσοδο με πληροφορεί ότι μέσα έχουν ζωντανή τζαζ, με ελεύθερη είσοδο · μόνη χρέωση ότι πάρω απ’ τον κατάλογο. Σκέφτομαι ότι όπως όλα τα πράγματα, έτσι και η βελόνα των συχνοτήτων πρέπει κάποια στιγμή να κάθεται σ’ έναν σταθμό. Από αλλού ακούω μπουζούκι με συνοδεία κραυγής. Τζάμπα το σκέφτομαι.

Στην αυλή του Ατενέουμ μετράω καμιά ντουζίνα τραπεζάκια. Το ντουέτο, κλαβινόβα – σαξόφωνο, έχει μόλις ξεκινήσει να παίζει, αλλά οι θαμώνες είναι μάλλον άκεφοι. Κάθομαι σ’ ένα τραπεζάκι με θέα προς στο ντουέτο ·  το παίξιμο τους είναι ωραίο, χωρίς πολλές εκπλήξεις, πλήρως εναρμονισμένο με τις διαθέσεις ενός ακροατηρίου που απλά ψάχνει αφορμή να μην κάτσει σπίτι. Οι κατ’ εξοχήν γνώστες της τζαζ αποκαλούν το ρεπερτόριο αυτό JazzStandards. Ο σερβιτόρος με ρωτάει αν έχω κάνει κράτηση · του λέω ότι όχι, απλά πέρναγα και μπήκα. Φεύγει χωρίς να πάρει παραγγελία, για να επιστρέψει μετά από μερικά λεπτά μαζί με μία σερβιτόρα, η οποία με ενημερώνει ότι αν δεν έχω κάνει κράτηση, θα πρέπει να μετακινηθώ στα τραπεζάκια της εισόδου ή στον εξώστη. Κανένα θέμα · δυο κυρίες να με κοιτούν επιτιμητικά καθώς σηκώνομαι. Ως γνωστόν, η αστική παιδεία δεν δείχνει επιείκεια προς τους τζαμπατζήδες.

Τα δύο τραπεζάκια στον εξώστη είναι κατειλημμένα από καλλίγραμμα, ελαφριά ντυμένα σώματα. Στην είσοδο, άλλα δύο ψηλά τραπεζάκια με τρία μεταλλικά σκαμπό. Η θέα του εξώστη είναι αναμφισβήτητα πιο ενδιαφέρουσα από τη θέα του ντουέτου, αλλά είμαι οπτικοακουστικός τύπος, και εξάλλου έκατσα για τη μουσική. Ένα ζευγάρι πιάνει γρήγορα το πίσω τραπέζι · μάλλον έχει πιο δροσιά εκεί. Παραγγέλνω μία μπύρα, σκεπτόμενος ότι έτσι θα μου φέρουν και νερό. Πέφτω διάνα.

Όλη αυτή την ώρα, το ντουέτο περνάει από τον Gershwinστον Davis, κι από εκεί στον Coltrane, και κάπου εκεί ακούω ένα κρατς και γυρνώντας, βλέπω το ζευγάρι να προσπαθεί να στερεώσει ένα ξύλινο διαχωριστικό που έφυγε από τη θέση του. Έχω τόση ώρα που πατάω με το ένα μου πόδι σε μία ξύλινη τάβλα που στηρίζει μία – μάλλον βαριά – γλάστρα με γεράνια. Το στεφάνι στη βάση του τραπεζιού είναι πιο άβολο, αλλά πιο σίγουρο. Εκτός αν είσαι ο Πήτερ Σέλλερς. Ή ο Μίστερ Μπην. Που δεν είμαι. Όχι απόψε ελπίζω.

Κάποια στιγμή, η σερβιτόρα με πληροφορεί ότι κάποια κράτηση ακυρώθηκε και υπάρχουν διαθέσιμα μπροστά τραπέζια. Κάθομαι στο ίδιο τραπεζάκι απ’ το οποίο σηκώθηκα. Πάλι τα ίδια επιτιμητικά βλέμματα. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι στα δεξιά μου έχει γύρει και κοιτάζει προς τον ουρανό. Ένας εύσωμος κύριος, στο τραπέζι πίσω τους, είναι απασχολημένος με το να διαλέγει το ξηροκάρπια του. Ο πιανίστας, απορροφημένος τελείως, σιγομουρμουρίζει τις μελωδίες που παίζει. Θυμάμαι μια συνέντευξη του Δημήτρη Χορν, όπου μιλώντας για την Έλλη Λαμπέτη, είχε πει ότι όταν ανέβαινε στη σκηνή στάμπαρε ένα άτομο από το ακροατήριο κι έλεγε ότι απόψε θα έπαιζε μόνο για εκείνον. Ο πιανίστας είναι σε σαφώς πλεονεκτικότερη θέση: Απόψε παίζει για τον εαυτό του. Και τη μουσική του.

Σηκώνομαι να φύγω. Το ζευγάρι στην είσοδο έχει στηρίξει το διαχωριστικό με δύο καρέκλες, κι η κοπέλα κάθεται στα πόδια του παλικαριού. Ο μικροπωλητής έχει μαζέψει τ’ αυτοκινητάκια του κι έχει φύγει. Σ’ έναν πάγκο πιο κάτω προς το σταθμό, έχει κάτι σκουριασμένες λάμπες πετρελαίου. Κειμήλια από τα ναυάγια του Αυγούστου.

Διαφήμιση