Αρχική Αφιερώματα Το Πάσχα στην ποίηση «βαρόμετρο» του… ρου των παραδόσεων μας

Το Πάσχα στην ποίηση «βαρόμετρο» του… ρου των παραδόσεων μας

Ανάλογα με τη γενιά τους, βρίσκουμε ανάμεσα στην οπτική τους,  ανάμεσα στις «γραμμές» τους, το διάβα της ελληνικής κοινωνίας, τις αλλαγές στην κουλτούρα και στις παραδόσεις της.
0
kokina auga
Διαφήμιση

Από τον Οδυσσέα  Ελύτη, στον Τάσο Λειβαδίτη, στην Κική  Δημουλά. Και πόσους ακόμη!

Το Πάσχα, το Ελληνικό Πάσχα, ουδέποτε άφησε ανέγγιχτες τις ευαίσθητες χορδές των ποιητών μας. Και ανάλογα με τη γενιά τους, βρίσκουμε ανάμεσα στην οπτική τους,  ανάμεσα στις «γραμμές» τους, το διάβα της ελληνικής κοινωνίας, τις αλλαγές στην κουλτούρα και στις παραδόσεις της.

Ενδεικτικά και άκρως δηλωτικά παραθέτουμε στίχους από τρεις αγαπημένες μορφές της λογοτεχνίας μας, παλαιότερης και σύγχρονης.

Οδυσσέας Ελύτης: Από τη συλλογή “Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου”, εκδόσεις Ύψιλον 1984

ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26

Καθαρή διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί με τη μορ-

φή βουνού κει κατά τα δυτικά. Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμέ-

να, πολύ χαμηλά, κάτω από το παράθυρο.

Σου ’ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν την

ψυχή σου. Ύστερα να κατεβείς και, θαρραλέα, να καταλάβεις τη

θέση στον τάφο που σου ανήκει.

ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26 β

Ασμάτιον

Ανεμόεσσα κόρη ενήλικη θάλασσα

πάρε το κίτρο που μου ’δωκε ο Κάλβος

δικιά σου η χρυσή μυρωδία

Μεθαύριο θα ’ρθουν τ’ άλλα πουλιά

θα ’ναι πάλι ελαφρές των βουνών οι γραμμές

μα βαριά η δική μου καρδία.

Τάσος Λειβαδίτης, «Έξοδος»

Η τελετή γινόταν στη μεγάλη σάλα, μόλις μ’ είχαν ξεκρεμάσει απ’ το ηλιοβασίλεμα, με τύλιξαν μ’ ένα σεντόνι, μα οι πληγές φάνηκαν στον τοίχο, το πλήθος συνωστίζονταν στις σκάλες, ζητούσε ν’ αναστηθώ, μα εγώ έπρεπε να μείνω αγνός από θαύματα, και κρυβόμουν πίσω απ’ τα παλτά των ξένων στο διάδρομο, τρώγοντας τα φύλλα από παλιά ημερολόγια, το ξημέρωμα ήταν ωχρό πίσω απ’ τις μπουκάλες, βγήκα στο δρόμο και γονάτισα στον πρώτο περαστικό, «γιατί το ‘κανες;» με ρωτούσε ο Θεός, είναι ο καιρός της βασιλείας μου, Κύριε, πώς ν’ αρνηθώ;» και τότε ο Θεός μου ‘βαλε στο χέρι αυτό το κλειδί, έτσι μπορώ τώρα ν’ ακούω ήρεμος το ανελέητο βήμα πίσω απ’ τον τοίχο, αθέατος μέσα σε όποια θεία εικόνα.

Ήμουν τόσο μονάχος, που τα σκυλιά που με γάβγισαν στο δρόμο ανέβαιναν τώρα μαζί μου στον ουρανό.

Κική Δημουλά, «Πάσχα στο φούρνο»

Βέλαζε το κατσίκι επίμονα βραχνά. Άνοιξα το φούρνο με θυμό τι φωνάζεις είπα σε ακούνε οι καλεσμένοι.

Ο φούρνος δεν καίει, βέλαξε κάνε κάτι αλλιώς θα μείνει νηστική χρονιάρα μέρα η ωμότητά σας. Έβαλα μέσα το χέρι μου. Πράγματι. Παγωμένο το μέτωπο τα πόδια ο σβέρκος το χορτάρι η βοσκή τα κατσάβραχα η σφαγή.

 

Διαφήμιση