Στο Παγκόσμιο Δίκτυο των Αποθεμάτων Βιόσφαιρας του Προγράμματος MAB της Unesco εντάσσονται τα Αστερούσια Όρη. Πρόκειται για τα αποκαλούμενα και «Άγιον Όρος της Κρήτης».
Στόχος είναι να αλλάξει η όψη του νότου της Κρήτης και ειδικότερα του Ηρακλείου.
Και να εκμεταλλευτεί τη δυναμική της, μέσα και από το ισχυρό brand της Unesco.
Έτσι δίνεται πλέον η δυνατότητα στην περιοχή να συμπεριληφθεί στον κατάλογο με τις 700 περιοχές που συγκροτούν το Παγκόσμιο Δίκτυο των Αποθεμάτων Βιόσφαιρας.
Μάλιστα αποτελεί την 3η περιοχή της χώρας, μετά τον Όλυμπο και το Φαράγγι της Σαμαριάς που συγκαταλέγονται σε αυτό.
Η ένταξη της περιοχής των Αστερουσίων και το συγκεκριμένο πρόγραμμα έχει ως επίκεντρο τον άνθρωπο. Μπορεί, μέσω ήπιων και στοχευμένων αναπτυξιακών παρεμβάσεων να δώσει ιδιαίτερη δυναμική στον τόπο.
Ανάπτυξη μέσω του θεματικού τουρισμού
Ενισχύοντας πέρα από τις δομές και την καθημερινότητα των κατοίκων και την τουριστική ανάπτυξη μέσα από τον θεματικό τουρισμό. Όπως:
- Θρησκευτικός τουρισμός στα μοναδικής σημασίας μοναστήρια των Αστερουσίων.
- Καταδυτικός και θαλάσσιος τουρισμός, μιας και στο πρόγραμμα περιλαμβάνεται και το παραθαλάσσιο νότιο μέτωπο.
- Αναρριχητικός τουρισμός, στα φαράγγια που συμπληρώνουν το μοναδικό αυτό τοπίο.
Αποθέματα Βιόσφαιρας
Τα Αποθέματα Βιόσφαιρας (Biosphere Reserves) αποτελούν σήμερα υψηλότατου κύρους περιοχές συνδυασμένης προστασίας του περιβάλλοντος. Και της πολιτισμικής κληρονομιάς με παράλληλη δυναμική προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης των περιοχών που εντάσσονται στο πρόγραμμα.
Περιλαμβάνουν τρεις ζώνες:
- Τη ζώνη του «πυρήνα» (core zone), όπου κυρίαρχη είναι η προστασία της βιοποικιλότητας εκτός οικισμών.
- Τη ζώνη εξουδετέρωσης (buffer zone) με χαλαρότερους περιορισμούς χρήσεων και έμφαση σε λειτουργίες και υπηρεσίες. Όπως η εκπαίδευση για περιβάλλον και αειφόρο ανάπτυξη, η επιστημονική έρευνα και οικοτουρισμός.
- Την μεταβατική/περιφερειακή ζώνη. Εκεί εντάσσονται οι οικισμοί, καλλιέργειες, τουρισμός και άλλες χρήσεις με αειφορικό αναπτυξιακό προσανατολισμό.
Οι ζώνες του πυρήνα και αντιστάθμισης συμπίπτουν με τις περιοχές Natura. Οπότε κανένας «πρόσθετος» περιορισμός δεν επιβάλλεται. Ήδη εξασφαλίζεται από τις υπάρχουσες ήδη αυστηρές προβλέψεις, η αποτελεσματική προστασία της διατήρησης της βιοποικιλότητας.