Μια νέα μεγάλη διεθνής επιστημονική έρευνα, στην οποία συμμετείχαν Έλληνες επιστήμονες, εντόπισε έξι νέους γενετικούς παράγοντες που σχετίζονται με αυξημένη κατανάλωση καφέ. Η μελέτη εξηγεί γιατί η καφεΐνη και ο καφές γενικότερα έχει διαφορετικές συνέπειες σε διαφορετικούς ανθρώπους. Αποκαλύπτεται έτσι ένα γενετικό υπόβαθρο που θα διευκολύνει τη διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στον καφέ και στην υγεία.
Όπως έχει ήδη συμβεί με το κάπνισμα και με το αλκοόλ, εδώ και χρόνια οι επιστήμονες ψάχνουν να βρουν τι ρόλο -θετικό ή αρνητικό- παίζουν τα γονίδια, όσον αφορά τον τρόπο που ένας άνθρωπος αντιδρά στον καφέ και στην καφεΐνη, ώστε να αποκαλύψουν σε ποιό βαθμό γενετικοί – κληρονομικοί παράγοντες επηρεάζουν το πόσο συχνά πίνει κανείς καφέ και πώς επιδρά στον οργανισμό του.
Όμως, ο εντοπισμός συγκεκριμένων γονιδίων έχει αποδειχτεί μέχρι σήμερα δύσκολη υπόθεση στην περίπτωση του καφέ.
Οι ερευνητές (μέλη της Διεθνούς Κοινοπραξίας Γενετικής Καφέ και Καφεΐνης), με επικεφαλής την Μέριλιν Κορνέλις του Τμήματος Διατροφολογίας της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιολογικής ψυχιατρικής “Molecular Psychiatry”, πραγματοποίησαν μια γενετική μετα-ανάλυση σε πάνω από 120.000 τακτικούς καταναλωτές καφέ.
Η ανάλυση έφερε στο φως δύο γονίδια (POR και ABCG2) που εμπλέκονται στον μεταβολισμό της καφεΐνης στον ανθρώπινο οργανισμό και τα οποία έρχονται να προστεθούν σε άλλα δύο που είχαν βρεθεί παλαιότερα (τα AHR και CYP1A2).
Επίσης ανακαλύφθηκαν δύο ακόμη γονιδιακές παραλλαγές, οι οποίες αφορούν τα γονίδια BDNF και SLC6A4, που ρυθμίζουν πόση απόλαυση φέρνει σε κάποιον η καφεΐνη.
Τέλος, βρέθηκαν άλλα δύο (GCKR και MLXIPL), που εμπλέκονται στον μεταβολισμό της γλυκόζης και των λιπιδίων και τα οποία ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχαν συσχετισθεί με τον μεταβολισμό ή τις νευρολογικές επιδράσεις του καφέ.
Τα ευρήματα, σύμφωνα με τους επιστήμονες, δείχνουν ότι ορισμένοι άνθρωποι έχουν τη φυσική ικανότητα, λόγω γενετικής προδιάθεσης, να απολαμβάνουν περισσότερο τον καφέ από άλλους και ο οργανισμός τους να αξιοποιεί στο μέγιστο τον καφέ.
Η μεγαλύτερη επίδραση των γενετικών παραγόντων φαίνεται να αφορά τον τρόπο που μεταβολίζεται η καφεΐνη στο σώμα, κάτι που δεν συμβαίνει παρόμοια σε όλους τους ανθρώπους.
«Ο καφές και η καφεΐνη έχουν συνδεθεί τόσο με ωφέλιμες, όσο και με αρνητικές επιπτώσεις για την υγεία. Τα ευρήματά μας μπορεί να μας επιτρέψουν να εντοπίσουμε εκείνες τις υποκατηγορίες ανθρώπων που είναι πιο πιθανό να ωφελήσουν την υγεία τους, είτε αυξάνοντας, είτε μειώνοντας την κατανάλωση καφέ», δήλωσε η Μέριλιν Κορνέλις.
Από ελληνικής πλευράς, στην έρευνα συμμετείχαν οι Πάνος Δελούκας (καθηγητής γενετικής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου – Queen Mary), Σταυρούλα Κανόνη (στατιστικολόγος – γενετίστρια στο ίδιο βρετανικό πανεπιστήμιο), Γιώργος Δεδούσης (καθηγητής βιολογίας στο Τμήμα Επιστήμης Διαιτολογίας – Διατροφής του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου) και Μαρία Δημητρίου (ερευνήτρια στο ίδιο πανεπιστήμιο).